Όσο μεγαλώνει το νησί της γνώσης, τόσο διευρύνεται η ακτή που αντικρύζει τον ωκεανό της άγνοιας.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Η ευαισθησία μιας σφαίρας

του Τάκη Καφετζή

Δημοσιεύουμε πρώτοι στο blog μας το ξεχωριστό αυτό κείμενο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τάκη Καφετζή. Μέρος του κειμένου, διαβάστηκε στη συζήτηση που διοργάνωσε ο Σύλλογος φοιτητών του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής τη Δευτέρα 15-12-2008. Στη συζήτηση μίλησαν επίσης ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Βασίλης Καρύδης, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Πανούσης, ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Αντώνης Ρουπακιώτης και όσοι από το κοινό το επιθυμούσαν
Ευχαριστούμε και από αυτή τη σελίδα τον Τάκη Καφετζή που μας έστειλε την παρέμβασή του και μας επέτρεψε να τη δημοσιεύσουμε.



H σφαίρα, το άσυλο, οι καλικάντζαροι





Διαβάζω σε ένα από τα αμέτρητα ‘μπλογκς’ για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο (να προφέρουμε με ακρίβεια και μνήμη σκληρή το όνομά του) : ‘εύχομαι να μην πόνεσες, να μην το ένοιωσες, να μην το κατάλαβες, να έσβησες χωρίς να προλάβεις να αναρωτηθείς για το ριζικά αναπάντεχο που σου έλαχε, να ήταν το βλέμμα σου όπως τη στιγμή πριν φύγεις.’
Τι υπάρχει απέναντι σ’ αυτό; Ακριβώς απέναντι! Να μετράνε ποσοτικά και λογικά τον πόνο της σφαίρας. Να μετράνε τους εξοστρακισμούς της. Να μετράνε τις βλητικές τροχιές της σε κορμί 16χρονου. Να υπολογίζουν τον ίδιο το θάνατο με εκατοστά απόκλισης. Να υπολογίζουν τη ζωή με πιθανότητες θανάτου.
Σου λένε: αν κατέβεις στη διαδήλωση, δηλαδή αν κάνεις τις λεωφόρους και τις πλατείες τόπους μιας αλλιώτικης κι ολοδικιάς σου ζωής, αν θες να περπατάς με πολλούς άλλους στις πόλεις φωνάζοντας γι’ αυτή την άλλη ζωή, για το άλλο και το άλλού, αν θες, δηλαδή, να είσαι πολίτης τέτοιες μέρες, τότε, έχεις λογικά περισσότερες πιθανότητες από τον Αλέξανδρο να καταλήξεις φυτεμένος. Δεν στο λένε έτσι ωμά, και δεν υπάρχει κάποιος που να στο λέει, αλλά διαχέεται. Διαχέεται σ’ ολόκληρη την πόλη το ‘κάτσε καλά’, ‘κάτσε εκεί που είσαι’, ‘μην κουνιέσαι’: διαχέεται η καθήλωση, διαχέεται δηλαδή κάτι που είναι πολύ περισσότερο από κοινωνικός έλεγχος. Γιατί αυτός ο έλεγχος μπορεί να μην είναι πάντα συνώνυμος του θανάτου. Ο θάνατος σήμερα είναι η καθήλωσή σου από έναν φόβο, έναν φόβο που συστηματικά και ποικιλότροπα εκπέμπεται: να καταχωριστείς κι εσύ ως άλλο ένα ‘μεμονωμένο περιστατικό’ στο δελτίο συμβάντων της αστυνομίας. (Είναι αυτό που κάποιοι σακάτηδες, σηπτικοί κοινωνιολόγοι έχουν ονομάσει ‘κοινωνία της διακινδύνευσης’).
Υπάρχει κι ένα κάτι πιο κει, όμως. Ο θάνατος σήμερα δεν έρχεται από την κατ’ εξαίρεση αδέσποτη και κατά κανόνα στοχευμένη σφαίρα στη διαδήλωση: Έρχεται από τον καθημερινό εγκλεισμό και την καθημερινή καθήλωση της ζωής στο ψυχιατρικό άσυλο που σιγά-σιγά μετατρέπονται οι κοινωνίες.
Μία παρένθεση εδώ – όπως με μικρές παρενθέσεις μιλάγαμε χρόνια τώρα για τη ζωή μας, μέχρι που ήρθε η μεγάλη παρένθεση που ξεκίνησε από τις 9.00 το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου και δεν θα κλείσει. Παραφράζω τον Φουκώ: «ποτέ η ψυχιατρική δεν θα μπορέσει να μιλήσει για την τρέλα γιατί η τρέλα κρατάει το μυστικό της ψυχιατρικής ». Και σκέφτομαι ότι, μέσα από αυτό το αδιέξοδό της, η ψυχιατρική στρέφεται εφιαλτικά στην κοινωνία, διεκδικώντας να ορίσει και στη συνέχεια να κρατήσει η ίδια τα μυστικά της. Τα μυστικά της κοινωνίας, δηλαδή μιας υποτίθεται νεωτερικής μορφής ανθρώπινης συμβίωσης, μιας μορφής αυτοθεσμιζόμενης, ορθολογικής, συγκροτημένης μέσα από ένα κανονιστικό συμβόλαιο των ανθρώπων που, όπως έλεγε ο Τζων Στιούαρτ Μίλ, πρέπει να στοχεύει στην μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία όσο γίνεται περισσότερων ανθρώπων. Κι αυτά τα έγραφε στα μέσα του 19ου αιώνα… Κλείνει η παρένθεση.
Γιατί άραγε μπορεί να μιλάει κανείς σήμερα για μια κοινωνία που διεκδικεί να την κρατάει στα χέρια του το ψυχιατρείο; Έχετε ακούσει τη φράση, ‘όσο πάει ο κοσμάκης και τρελαίνεται περισσότερο’; Έχετε ακούσει τη φράση, ‘απ’ το πρωί μέχρι το βράδι μας έχουν με μια βίτσα’; Έχετε ακούσει τη φράση, ‘τι γίνεται; Έχουν βαλθεί να μας αποτελειώσουνε;’; Έχετε ακούσει τη φράση, ‘τρέχω απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σαν τον Βέγγο’; Αυτή η φράση-εικόνα, βέβαια, έρχεται από το 1924, από τους ‘Μοντέρνους καιρούς’ του Τσάρλι Τσάπλιν – ένας άνθρωπος σπαστικό αυτόματο που βιδώνει το πρωί μπουλόνια σ’ ένα εργοστάσιο και το βράδυ, στη δεύτερη δουλειά του, σαν γκαρσόνι, κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια του σερβίροντας σούπες, με αποτέλεσμα οι σούπες να χύνονται κι’ αυτός στο τέλος να απολύεται.
Επανέρχομαι. Έχετε ακούσει κόσμο να λέει ‘κάνω 3 δουλειές και δεν τα φέρνω πέρα, τρελαίνομαι’; Έχετε ακούσει τη φράση ‘κοινωνία ντελιβεροποίησης’, το σλόγκαν ‘γενιά των 700 ευρώ’; (αν και νομίζω ότι τα ευρώ είναι πολύ λιγότερα). Έχετε ακούσει για ελαστικές σχέσεις εργασίας; Έχετε ακούσει ότι τις τελευταίες εβδομάδες αρκετοί εργαζόμενοι δέχονται να δουλεύουν λιγότερες μέρες αντί να μην δουλεύουν καθόλου; Δηλαδή, να πεινάνε λίγο αντί να πεινάνε ολότελα; Δηλαδή, να δέχονται να δεθούν πισθάγκωνα αντί να τους δέσουν όλο τους το σώμα;
Λοιπόν, όλη αυτή η κατάσταση έχει τα χαρακτηριστικά της καθήλωσης σε μια κοινωνία που μοιάζει ολοένα περισσότερο με το χώρο του εγκλεισμού για τον οποίον μίλησε πολύ ο Φουκώ. Τι λέει το σύνθημα των παιδιών τούτες τις μέρες; ‘για τις τράπεζες λεφτά, για τα σχολεία σφαίρες’. Αυτό το σύνθημα είναι η απίστευτη επιτομή μιας πολιτείας που φτιάχνει κονιορτοποιημένη κοινωνία αφάνταστης αγριότητας και απροσμέτρητης αθλιότητας, για να τη χωροθετήσει στη συνέχεια με όρους ασύλου. Και τα έχει όλα:
-έχει τη βία – μέσα στις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, και μάλιστα σε φάση κρίσης, αλλά και στη μικρο-κλίμακα των διαπροσωπικών σχέσεων
-έχει την καταστολή – από την εκτίναξη της κατανάλωσης βαρβιτουρικών και μαζί την κάθετη αύξηση των συνδρόμων κατάθλιψης, μέχρι το συμπιεσμένο πρόγραμμα σχολείου-φροντιστηρίου-δουλειάς, τους μπάτσους με τα σιδερικά, τις φυλακές-κελιά αργού θανάτου και τη δικαιοσύνη- ανθρωποφύλακα
-έχει την ετερονομία, την καθυπόταξη και την πειθάρχηση – από τη σώρευση υποχρεώσεων πάσης φύσεως και κλίμακας και την απαγόρευση δικαιωμάτων, μέχρι την επιβολή της παραδοχής από κάποιον ότι ο ίδιος ‘είναι λίγος’ (τι πας να κάνεις ρε φουκαρά!, είναι η φράση), και τη συστηματοποίηση της ιδέας ότι για την ηρεμία της κατά τα άλλα ελεύθερης κοινότητας ‘αρμόδιοι’ είναι κάποιοι έξω από αυτήν
-έχει τη συμμόρφωση – από τα λάιτ περιοδικά διάδοσης μαζικών προτύπων, που κάνουν βέβαια καλύτερα τη δουλειά από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, μέχρι την κατηγοριοποίηση και περιθωριοποίηση ομάδων και ατόμων με ‘παρεκκλίνουσα συμπεριφορά’, και την υποδειγματική ενοχοποίηση και τιμωρία απόψεων που κινούνται πέρα από εκείνον τον σκοτεινό και ανεξιχνίαστο ‘μέσον όρο’, τον οποίον έχουν προηγουμένως κατασκευάσει ως κανόνα (εδώ κεντρικός ο ρόλος των ΜΜΕ).
Σε τι αντιστοιχεί πολιτικά αυτή η κοινωνία-άσυλο; Κάποιοι, όπως ο Αγκάμπεν, έχουν ορίσει τη σημερινή πολιτική εξουσία ως μια διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, επαναφέροντας το δημόσιο και το φιλοσοφικό λόγο στον σκοτεινό στοχασμό του Καρλ Σμίτ. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Βιριλιό, μιλάνε για κοινωνίες με εσωτερική κατοχή, εσωτερική αποικιοποίησή τους από ένα κράτος-Μολώχ.
Ερεβώδεις αυτοί οι συλλογισμοί; Υπερβολές; Αντί απάντησης, δεν έχει παρά να σκεφτεί κανείς τι έγινε στην Αμερική με τον τυφώνα ΄Κατρίνα’, τι έγινε στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού. Τι γίνεται σήμερα με τα συσσίτια πείνας στα εργοστάσια του Ντιτρόιτ. Παλιότερα, τι έγινε στο Λος Άντζελες. Και τόσα άλλα. Κι εγώ δεν έχω παρά να προσπαθήσω, έστω, να σκεφτώ την κόλαση που ζω καθημερινά κατεβαίνοντας στις διαδηλώσεις αυτής της πόλης-κοιμητήριο που έγινε η Αθήνα, την κόλαση απ’ τα δακρυγόνα και τα χημικά στο νεκροταφείο του Φαλήρου την ώρα της κηδείας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Να προσπαθήσω, έστω, να σκεφτώ τι σημαίνει άραγε να ‘σαι πατέρας, να ‘σαι 37 χρονών, να σηκώνεις το κουμπούρι, να σκοτώνεις το γιό σου. Αλλά και να σκεφτούμε όλοι μαζί πώς μπορείς να υπάρχεις και να πράττεις σήμερα ως πολίτης.
45 χρόνια πριν, οι Rolling Stones έβγαζαν το Paint it Black. 28 ακριβώς χρόνια πριν, οι Floyd έβγαζαν το The Wall – αυτό ακουγόταν και στην εξόδιο ακολουθία της Τρίτης . Τα παιδιά τα βάψανε όλα μαύρα, γιατί τα βλέπανε καιρό τώρα μαύρα, και κατέβηκαν στους δρόμους σπάζοντας τους τοίχους αυτού του άσυλου που τους τάξανε για τη ζωή τους. Τα παιδιά γράφουν φάση ιστορίας, γυρνάνε τη σελίδα της μέσα σε λίγα βίαια 24ωρα με το μόνο τρόπο που τους απέμεινε: ντουμπλάροντας με απίστευτη ευκολία την αιχμαλωσία, την καταστολή και τον τρόμο, που τόσο οικεία τούς τα είχαν κάνει στη μέχρι τώρα ζωή τους. Και γυρνάνε μ’ αυτό τον τρόπο τη σελίδα της ιστορίας για όλους εμάς. Ή τουλάχιστον για μένα: που δεν είδα τα όνειρά τους και δεν κατάλαβα την ακύρωσή τους, που δεν ένοιωσα τη διάψευση της ζωής τους πριν καν ξεκινήσει, που ήμουν αδύναμος να διακρίνω το γκρίζο κενό τους και να προβλέψω τι σημαίνει, δηλαδή τι θα συμβεί απ’ αυτό. Που πήρα την πεπατημένη, την πεπατημένη των άλλων που είχε ακυρώσει τη δικιά μου γενιά.
Γι’ αυτό το γύρισμα της σελίδας της ιστορίας και για το πώς τη γυρνάνε τα παιδιά, δυο-τρία συνθήματά τους. Τα δύο σε προκηρύξεις που πέταξαν σε συγκέντρωσή τους στην πλατεία του Χαλανδρίου, Σάββατο μεσημέρι. Το πρώτο: «Δικηγορικόν Γραφείον Αλεξάνδρου Κούγια, Βασιλίσσης Σοφίας 55, Χίλτον». Σε άλλους καιρούς αυτό το σύνθημα-προγραφή θα μπορούσε κάλλιστα να είναι φράση σε προκήρυξη της 17 Νοέμβρη- ξέρετε, εκείνων των τρομοκρατών. Και βάζω τελεία. Το δεύτερο σύνθημα απ’ την κατάληψη του παλιού Δημαρχείου Χαλανδρίου: «Ιστορία ερχόμαστε! Κοίτα ψηλά στον ουρανό!». Το τρίτο σύνθημα, χειρόγραφο, σε ένα φύλλο τετραδίου, στον τοίχο της πολυκατοικίας απέναντι από το σημείο που σκοτώσανε τον Γρηγορόπουλο. Και τι λέει αυτό το χειρόγραφο που μιλάει στον Αλέξανδρο; «Κάθε πέτρα εναντίον τους, ένα δικό σου όνειρο. Τα όνειρά μας, εφιάλτες τους».
Κλείνω με ένα σημείωμα που έστειλα μεσάνυχτα Παρασκευής στη 17χρονη κόρη μου: «Αν είναι κάτι φτωχό που θέλω να σου πω τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού (!), αυτό είναι μια ευχή: να πιστέψεις στο όνειρο ενός άλλου κόσμου, μακριά απ’ τη σάπια υγρασία του νεκροταφείου, τα σιδερικά και τα χημικά, μακριά απ’ την άθλια, σήμερα πια, ρουτίνα των Χριστουγέννων, αλλά κοντά στο όνειρο των καλικάντζαρων, που μπαίνουν απρόσκλητοι απ’ την καμινάδα στα σπιτικά, σ’ όλη την πόλη, για να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Κράτα σαν στίγμα στην ψυχή σου τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Δώσ’ του τη δύναμη ν’ αναπνέει εκεί κάτω, στην παγωνιά του Αχέροντα».
Αυτό είναι για τα παραμύθια που δεν είπα στα παιδιά μου. Έχει μέσα του μια γλυκιά και μαζί σκληρή ουτοπία: τη στερήθηκαν απ’ το θανατικό που άρχισε να ξαπλώνεται σαν την πανούκλα του Καμύ και του «Νοσφεράτου», μετά από εκείνο το «μεμονωμένο περιστατικό», βράδι Σαββάτου 9 και 5΄, 6 του Δεκέμβρη, φέτος. Αν και θα μπορούσε να είναι οποτεδήποτε κι’ οπουδήποτε, έτσι άχρονο κι’ έτσι ά-τοπο που είναι το θανατικό.
Λοιπόν! Η ζωή είναι εδώ μέσα, για να μιλήσουμε για αυτό το άλλο σε τούτο εδώ το ‘δεν πάει άλλο’. Η ζωή είναι στους ελεύθερους δρόμους. Παρέα με τους καλικάντζαρους, που δεν τους πιάνουν οι σφαίρες και δεν χωράνε σε άσυλα. Γιατί αυτοί είναι άτρωτοι και ωραίοι τρελοί.
Σας ευχαριστώ που ανεχτήκατε αυτή τη φλυαρία. Γιατί φλυαρία ήτανε.





1

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το να μιλά κανείς και να λέει αλήθειες σήμερα δυστυχώς το θεωρούμε φλυαρία... Μακάρι να φλυαρούσαμε περισσότεροι περισσότερο, "θά'ταν ο κόσμος πιο μικρός, παράδεισος η πλάση"...
Συνηθίζω να λέω στους μαθητές μου πως αυτό που θέλω είναι να μάθουν να σκέφτονται, να μάθουν ν' αγωνίζονται, να ξέρουν ποιοι είναι. Από τις 6/12/08 φοβάμαι πως αυτό δεν πρέπει να το κάνω, γιατί ενδεχομένως τους στέλνω στο θάνατο. Αλλά και πάλι τι ζωή είν' αυτή όπου δεν μπορείς να αγωνιστείς, να διεκδικήσεις, να φωνάξεις; Τελικά κατέληξα πως πρέπει όλοι μας, σ' αυτούς τους δίσεκτους καιρούς "νά'χουμε το νου μας στο παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ..."
ΜΑΡΙΑ ΚΑΜΠΥΛΗ (δασκάλα)

"Φυσικοί... Πειραματικοί" είπε...

Μαρία, ΕΛΠΙΔΑ υπάρχει όσο υπάρχουν δάσκαλοι σαν και σένα.