Όσο μεγαλώνει το νησί της γνώσης, τόσο διευρύνεται η ακτή που αντικρύζει τον ωκεανό της άγνοιας.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ-ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Αγαπητοί συνάδελφοι,
Η δραστηριότητα της Λέσχης Ανάγνωσης συνεχίζεται και φέτος. Για αρχή σκεφτόμαστε να ασχοληθούμε με τις σχολικές γιορτές. Στόχος είναι μια εκδήλωση-συζήτηση με καλεσμένη την καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κα Χριστίνα Κουλούρη.
Η κα Κουλούρη μας πρότεινε κάποια άρθρα της που θα αποτελέσουν ένα πρώτο υλικό για συζήτηση. Τα άρθρα αυτά έχουν αναρτηθεί στο ιστολόγιό μας με την ετικέτα «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ». Σας προτείνουμε να τα διαβάσετε και να συμμετάσχετε στην πρώτη μας για φέτος συνάντηση η οποία θα πραγματοποιηθεί την
Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου στο Πειραματικό Γυμνάσιο Κορίνθου, στις 6.00 μμ.
Ελάτε στη συνάντηση αυτή για να προετοιμάσουμε μαζί τα ερωτήματα και τους άξονες πάνω στους οποίους θα κινηθεί η συζήτηση, για να καταθέσετε την εμπειρία σας από τις σχολικές γιορτές και τις απόψεις σας για το πώς οι επέτειοι θα αποκτήσουν ουσιαστικότερο περιεχόμενο, θα κινήσουν το ενδιαφέρον των μαθητών και θα προκαλέσουν τη συμμετοχή τους.
Σας προτείνουμε να ανακοινώσετε τα σχετικά με την συνάντηση και την εκδήλωση και στους μαθητές ώστε να συμμετέχουν και αυτοί. Η ηλεκτρονική διεύθυνση του ιστολογίου είναι
http://lesxianagnosiskor.blogspot.com
Αφήστε τα σχόλιά σας και ψηφίστε στη νέα ψηφοφορία μας.

Στόχος της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών παραμένει ο προβληματισμός και η ανταλλαγή απόψεων για ζητήματα του σχολείου μεταξύ εκπαιδευτικών αλλά και μεταξύ εκπαιδευτικών-μαθητών-γονέων.
Η συμμετοχή σας δίνει αξία στις συναντήσεις μας. Σας καλούμε να στηρίξετε και φέτος τη Λέσχη Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών, μοναδική Λέσχη Ανάγνωσης στην Κορινθία αλλά και να ασχοληθείτε ενεργότερα με οργανωτικά θέματα των συναντήσεων, να συμβάλετε στην επιλογή των βιβλίων και των θεμάτων συζήτησης.
Πιο απλά, ζητούνται συνεργάτες…εκπαιδευτικοί αλλά και μαθητές.

Φιλικά
Λέσχη Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών Κορινθίας

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου

Το κείμενο αυτό είναι ο Πανηγυρικός Λόγος στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1995 στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πανηγυρικός που εκφωνήθηκε από την Χριστίνα Κουλούρη η οποία ήταν τότε Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας.



Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, με την κυκλική περιοδικότητα που χαρακτηρίζει το θρησκευτικό και κοσμικό εορτολόγιο, συναντιόμαστε σε οικείους δημόσιους χώρους, για να συνεορτάσουμε μια εθνική επέτειο: την 25 Μαρτίου 1821. Η κανονικότητα, η ομοιομορφία και το αυτονόητο των εκδηλώσεων μας οδηγεί, ωστόσο, σε ένα είδος συλλογικής επανάπαυσης και δεν μας επιτρέπει να στοχασθούμε για την ίδια την επέτειο, το πώς και γιατί καθιερώθηκε, τα σύμβολα που τη συνοδεύουν και τους μύθους που την υφαίνουν, τη λειτουργία της τέλος στο δημόσιο συμβολικό λόγο της εθνικής κοινότητας. Ο ρητορικός δογματισμός και η αυταρέσκεια του πανηγυρικού λόγου ακυρώνουν, εξάλλου, σχεδόν εξ ορισμού την κριτική ιστορική γνώση του παρελθόντος, εκείνη που μόνη μας χειραφετεί ως πολίτες και μας εξασφαλίζει τη συλλογική αυτογνωσία.
Κατά κανόνα, ο λόγος που ακούγεται σε παρόμοιες ευκαιρίες συμπορεύεται με εκείνη την εκδοχή της ιστορίας, που ο Σπύρος Ασδραχάς ονόμασε “δικανική”. Ο όρος είναι, νομίζω, κατανοητός, εφόσον γνωστά είναι και τα χαρακτηριστικά του δικανικού λόγου. Η “δικανική ιστορία” αποφαίνεται περί δικαίων και αδίκων, κρίνει και αξιολογεί, παρουσιάζεται κατά περίπτωση ως κατήγορος ή ως συνήγορος. Με αυτή της τη μορφή, η ιστορία γίνεται όπλο και αποδεικτικός μηχανισμός, γίνεται “χρήσιμη”. Η χρησιμότητά της, όπως νοείται από τους χρήστες της, εντοπίζεται συνήθως σε παρούσες συγκυρίες, σε ζητήματα του εκάστοτε πολιτικού, και κοινωνικού, παρόντος. Επιβεβαιώνεται έτσι η γνωστή ρήση του Benedetto Croce ότι “κάθε ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία”. Με άλλα λόγια, η ιστορική γραφή, η ιστορική αποτύπωση του παρελθόντος, μας πληροφορεί και για το παρόν από το οποίο παράγεται. Πολλές φορές μάλιστα, μας πληροφορεί αποκλειστικά για το παρόν και καθόλου για το παρελθόν, το οποίο διαθλάται και παραμορφώνεται μέσα από τις διόπτρες του παρόντος. Έτσι, η πρόσληψη της ιστορίας μοιάζει να βρίσκεται σε αντίφαση με την οντολογία της, με αυτά καθεαυτά τα ιστορικά συμβάντα.
Η διαπίστωση αυτή ενδεχομένως ξενίζει εκείνους που πρεσβεύουν την αντικειμενικότητα της ιστορικής γνώσης και τη μοναδικότητα της αλήθειας. Αποτελεί ωστόσο κοινό μυστικό, από τον περασμένο ήδη αιώνα, ότι η ιστορία τέθηκε στην υπηρεσία μη επιστημονικών σκοπιμοτήτων και χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικός μηχανισμός για τη νομιμοποίηση του έθνους-κράτους ή επιμέρους πολιτικών και κοινωνικών ομάδων. Η συμπαθής Κλειώ είναι πράγματι, ακόμη και σήμερα, η πλέον πολυέραστος αλλά και πολυπαθής μούσα. Αρκεί να αναλογιστούμε απλώς τις πολιτικές προπαγάνδες και τις προεκλογικές εκστρατείες που έχει τροφοδοτήσει, τα λαϊκά αναγνώσματα, τα κινηματογραφικά έργα και τις τηλεοπτικές σειρές που έχει εμπνεύσει. Δίχως άλλο, στις περισσότερες περιπέτειες έχει εμπλακεί εξαιτίας των πολλών ερασιτεχνών φανατικών οπαδών της αλλά και γιατί πολύ συχνά καλείται να γίνει θεραπαινίδα της πολιτικής.
Οι ιστορικοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών, εφόσον ενίοτε υποθάλπουν ή και καλλιεργούν παρόμοιες στάσεις. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο οι ίδιοι οι ιστορικοί να προβάλλουν την πλασματική εκδοχή της πραγματικότητας, τον μύθο αντί της ιστορίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι κάποτε ο ιστορικός ταυτίζεται με τα αντικείμενα της παρατήρησής του, μετέχει συναισθηματικά και χάνει την απόσταση που επιβάλλει η κριτική θεώρηση. Σ’ αυτή την περίπτωση, το παρόν επικαθορίζει το παρελθόν και ο μύθος κατέχει κεντρικό ρόλο στον ιστοριογραφικό λόγο.
Στα όρια του μυθικού και του ιστορικού τοποθετείται η εικόνα που έχουμε για την Ελληνική Επανάσταση και, ειδικότερα, για την 25 Μαρτίου 1821. Δεν είναι, βεβαίως, δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μετάπτωση του ιστορικού στο μυθικό στην περίπτωση ενός γεγονότος τόσο σημαντικού για τη νεοελληνική ιστορική συνείδηση όπως ο Αγώνας. Η ιδεολογικοποίηση και εξιδανίκευσή του προηγήθηκε της νηφάλιας επιστημονικής του διαπραγμάτευσης και γι’αυτό -αλλά και για πολλούς άλλους λόγους- το μυθολογικό του απείκασμα υπήρξε ισχυρότερο, συνεπώς διαρκέστερο, από την ιστορική του αναπαράσταση.
Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, όσο ζούσαν ακόμη οι αγωνιστές και όσοι είχαν την άμεση εμπειρία των πολλαπλών ρήξεων που φέρνει ένας πόλεμος, υπήρχε μια βιωματική σχέση με το παρελθόν, σχέση σχεδόν απαγορευτική για την ιστοριογραφική του επεξεργασία. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλους: “με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος”.
Πράγματι, πλάι στο θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που διακρίνει την ελληνική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού, τοποθετείται, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η συναισθηματική σχέση με τους πατέρες. Και μάλιστα, η Ελληνική Επανάσταση θεωρείται ως η κατεξοχήν απόδειξη της αρχαιοελληνικής καταγωγής των νεότερων Ελλήνων, μέσα από μια νέα σύγκρουση Ευρώπης - Ασίας, ανάλογη με εκείνη των μηδικών πολέμων.
Οι ήρωες της Επανάστασης θα προβληθούν έτσι ως τα κατεξοχήν πρότυπα της ανδρείας και του πατριωτισμού, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη που τόνιζε το σωφρονιστικό έργο της ιστορικής διδαχής και ήθελε την ιστορία “magistra vitae” (διδάσκαλο βίου), κατά την περίφημη διατύπωση του Κικέρωνα. Η λειτουργία αυτή διακρίνεται εναργέστερα στη σχολική πράξη, εκεί που η κοινωνικοποίηση του παιδιού στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην υποβολή προτύπων συμπεριφοράς, προς μίμηση ή προς απόρριψη. Μέσα και έξω από το σχολείο, εξάλλου, τα πρότυπα αυτά, οι “μεγάλοι άνδρες”, φτιάχνουν την πινακοθήκη, θα λέγαμε, της εθνικής ιστορικής μνήμης: οι αγωνιστές συγκροτούν το εθνικό μαρτυρολόγιο, οι αρχαίοι Έλληνες, το εθνικό πάνθεον. Σύντομα, και όταν τα πενιχρά μέσα του ελληνικού κράτους το επιτρέψουν, οι εικόνες τους θα κοσμούν τις σχολικές αίθουσες, πλάι στη θρησκευτική εικόνα και το χάρτη της Ελλάδας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η Ελληνική Επανάσταση εντάχθηκε αμέσως, αβίαστα, αυτονόητα, στη νεοελληνική εθνική συνείδηση. Ηταν το ύψιστο γεγονός της συλλογικής αυτοεπιβεβαίωσης. Οι ερμηνείες της, ωστόσο, δεν υπήρξαν πάντοτε σύμφωνες. Άλλωστε, ενόσω εξελισσόταν ακόμη, δεν έλειψαν οι εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις. Μετά την αίσια έκβασή της, οι επιζώντες θέλησαν να υποστηρίξουν το δίκιο τους, τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα. Εν μέρει απολογητικός είναι συνεπώς ο χαρακτήρας των απομνημονευμάτων των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών του Αγώνα. Τεκμήρια της ατομικής μνήμης, οι πολύτιμες αυτές μαρτυρίες μας μεταφέρουν πάντως την αίσθηση της τομής και του σημαντικού που συμμερίζονταν όσοι μετείχαν στην Επανάσταση. Η συγγραφή των απομνημονευμάτων δηλώνει ακριβώς τη βαρύτητα που απέδιδαν στη διατήρηση της μνήμης του γεγονότος, έστω με τις μεροληψίες και τις διαθλάσεις που επιβάλλει η χρονική απόσταση και η υποκειμενική στάση.
Είτε διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα είτε στηριχθεί στις πρώτες απόπειρες ιστοριογραφικής σύνθεσης που δημοσιεύονται κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, ανιχνεύει αυτό το διάλογο λήθης και ανάμνησης, σιωπής και υπόμνησης που διακρίνει κάθε κατασκευή μνήμης, ατομικής ή συλλογικής. Και στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, υπήρχαν πολλά που έπρεπε να αποσιωπηθούν. Οι φόβοι, τα διλήμματα, οι ιδιοτέλειες, ανθρώπινες στάσεις δηλαδή, δεν είχαν θέση σε μια ιστορία επική, που φιλοδοξούσε να διδάξει μέσα από ηρωικά πρότυπα. Οι αντιδράσεις, επίσης, των ομάδων εκείνων που διαφωνούσαν με την κήρυξη της Επανάστασης δεν εναρμονίζονταν με μια εικόνα εθνικής σύμπνοιας και ομοψυχίας που η “επίσημη” ιστοριογραφία επιθυμούσε να προωθήσει. Συνεπώς, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα και αφού έχουν καταλαγιάσει τα πάθη που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, η μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης καλύπτεται με το μανδύα του μύθου. Ένα μανδύα που δεν θα αποβάλει πάντως μέχρι και σήμερα σχεδόν, στις επετειακές της τουλάχιστον εκδοχές.
Βεβαίως, και αυτό το τονίζω, ο μύθος δεν είναι πάντοτε ο ίδιος. Όπως επισήμανα και στην αρχή της ομιλίας, η διαχείριση της ιστορικής γνώσης διαφοροποιείται μέσα στη διαχρονία αλλά και στη συγχρονία, ανάλογα με τους κοινωνικούς και πολιτικούς εκφορείς της. Έτσι και η Επανάσταση του 1821 ερμηνεύθηκε ως εθνική αναγέννηση, ως αστική επανάσταση, ως λαϊκό κίνημα κ.ο.κ. Δεν θα επιμείνω εδώ σε όλες τις δυνατές, και υπαρκτές, ερμηνευτικές της αποχρώσεις. Είναι πάντως ενδιαφέρον να σταθούμε σε δυο τουλάχιστον όψεις της πρόσληψής της, οι οποίες χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην ασύμπτωτες είναι και διαδοχικές. Η πρώτη όψη είναι αυτή της “ανολοκλήρωτης” επανάστασης. Σε όλο το 19ο αιώνα και μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου το 1922, η Ελληνική Επανάσταση θεωρούνταν ανολοκλήρωτη και το έργο των αγωνιστών ατελές. Το όνειρο της αλυτρωτικής επέκτασης, όπως εκφράστηκε με την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε αυτήν ακριβώς την ερμηνεία της Επανάστασης. Η δεύτερη όψη είναι εκείνη της “επερχόμενης” επανάστασης. Αντίληψη συνδεδεμένη με τους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας και τις νέες πολιτικές ομάδες που αναδείχθηκαν στις αρχές του 20ού πλέον αιώνα, στήριζε μια θεωρητική και εξόχως πολιτική συζήτηση ως προς το χαρακτήρα της νέας, “επερχόμενης”, επανάστασης - αν θα ήταν αστικοδημοκρατική, σοσιαλιστική κλπ. Μια καινούρια, “προοδευτική”, μυθολογία της Ελληνικής Επανάστασης εφευρίσκεται λοιπόν μέσα στον 20ό αιώνα.
Το στοιχείο της εφεύρεσης δεν είναι φυσικά πρωτότυπο. Από τη στιγμή της ίδρυσής του, το νεαρό ελληνικό κράτος θα αναζητήσει και θα εφεύρει, σε αναλογία με τα σύγχρονά του δυτικοευρωπαϊκά, τα συμβολικά στοιχεία της συνοχής του. Θεσμοί και τελετές με ιστορικές αναφορές θα χρησιμοποιηθούν προς επικουρία του ενοποιητικού έργου. Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και άλλων στιγμών της πρόσφατης ιστορίας μας αργότερα, παρατηρείται ένας συναρπαστικός μεταβολισμός: η μετατροπή της ίδιας της μνήμης, της βιωμένης ιστορίας, σε συλλογική κληρονομιά, σε κοινό κτήμα της εθνικής κοινότητας. Ο μεταβολισμός αυτός συντελείται και μέσω μιας δημόσιας, συχνά θεατρικής, γλώσσας που αρθρώνεται με τελετουργικά και συμβολικά στοιχεία. Θα μπορούσα να αναφέρω, για παράδειγμα, τα εθνικά μνημεία και τους ανδριάντες, τις επετειακές εκδηλώσεις και τις παρελάσεις, τις σημαίες και άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις. Η αποτελεσματικότητα αυτών των στοιχείων έγκειται κυρίως στη θεσμοθέτηση και την επανάληψή τους και όχι τόσο στη συναισθηματική και ενθουσιώδη συμμετοχή του πλήθους. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ.Χαριτάκης το 1921, ενόψει του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Επανάστασης, “αι παρ’ημίν τελεταί και εορταί συνίστανται, σχεδόν κατά κανόνα, εις ιεροτελεστίας, στρατιωτικάς παρατάξεις και εκφωνήσεις πανηγυρικών λόγων, έχουν δε συνήθως κάπως μονότονον χαρακτήρα. Εις τας τοιαύτας τελετάς η συμμετοχή του λαού, παρ’ όλας τας προσπαθείας των εκάστοτε οργανωτών είναι μάλλον χλιαρά, εκτός εάν πρόκειται περί εορτασμού προσφάτου εκάστοτε χαρμοσύνου εθνικού γεγονότος, το οποίον να ενθουσιάζη τους πάντας και να καλύπτη πάσαν ανεπάρκειαν οργανώσεως ή προπαρασκευής” (σ.20). Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν επέτρεψε πάντως τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας, η οποία γιορτάστηκε τελικά το 1930, επέτειο της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Απ’ όλες, ωστόσο, τις δυνατές ημερομηνίες για τον εορτασμό την Ελληνικής Επανάστασης, είχε επιλεγεί από το 1838 εκείνη της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, χωρίς πάντως την ακρίβεια που επέβαλλε η ιστορική έρευνα και τα πραγματικά γεγονότα. Πράγματι, τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο. Παρ’ όλα ταύτα, το Β.Δ. του 1838 που καθιέρωνε την 25 Μαρτίου ως εθνική εορτή, επικαλούνταν τους εξής λόγους για την επιλογή: πρώτον, το γεγονός ότι τη μέρα αυτή το 1821 έγινε η έναρξη του “υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους” και δεύτερον, γιατί η μέρα αυτή ήταν “λαμπρά καθ’ εαυτήν” λόγω του Ευαγγελισμού. Φαίνεται ότι από τους δυο λόγους ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Μάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25 Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα.
Ο θρύλος για την ύψωση του λαβάρου της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα πλάστηκε στην ουσία στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με τη συνδρομή ποικίλων παραγόντων, παρόλο που αγνοήθηκε ή διαψεύσθηκε από τη νεοελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η αφετηρία του μύθου μπορεί να ανιχνευθεί στην περιγραφή ενός γάλλου περιηγητή, του Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 μια “Ιστορία της ελληνικής επανάστασης”. Εκεί δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της επανάστασης, κατάλληλης προς κατανάλωση από το σύγχρονό του ευρωπαϊκό κοινό. Η παγίωση του μύθου θα ευνοηθεί πάντως από τις συνθήκες που θα αναπτυχθούν στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους μετά τη δημιουργία του, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες που θα αναλάβουν ηγετικό ρόλο και θα θελήσουν να εξάρουν τη συμβολή τους στο απελευθερωτικό έργο, την αναπτυξη του νεοελληνικού τοπικισμού, την ανάγκη σύνδεσης θρησκείας και έθνους, κυρίως μετά την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελληνικής εκκλησίας το 1833 και την επακόλουθη ψυχρότητα με το Πατριαρχείο. Η καθιέρωση, εξάλλου, της εθνικής επετείου της 25 Μαρτίου συνέβαλε στη μυθοποίηση της Λαύρας, μυθοποίηση που στη συνέχεια κρυσταλλώνεται μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Η ίδια η επέτειος της 25 Μαρτίου γνώρισε ωστόσο κατά τα πρώτα χρόνια της καθιέρωσής της περιπέτειες, για τις οποίες αναμφίβολα δε μας υποψιάζει ο τωρινός, ομόψυχος και λαμπρός εορτασμός της. Φαίνεται, λοιπόν, ότι στα χρόνια της οθωνικής βασιλείας, και μάλιστα στις παραμονές του Συντάγματος του 1843, η επέτειος απέκτησε πολιτικό περιεχόμενο και εμπλέχτηκε στην αντιπολιτευτική δράση κατά του Όθωνα. Κάποιοι νέοι, φοιτητές κυρίως, αποφάσισαν να γιορτάσουν με το δικό τους, διαφορετικό τρόπο την 25 Μαρτίου, και γι’ αυτή τους την πράξη παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αξίζει, νομίζω, να σταθούμε σ’ αυτή τη διάσταση ανάμεσα στον επίσημο, κρατικό, εορτασμό της εθνικής επετείου και στην ενθουσιώδη, ιδιωτική πρωτοβουλία μιας ομάδας νέων, για τους οποίους η επέτειος αυτή συμβόλιζε την εξέγερση της Ελλάδας εναντίον κάθε μορφής τυραννίας. Αλλά και να επισημάνουμε την καταστολή αυτής της πρωτοβουλίας που δεν συμβάδιζε με το επιβεβλημένο τυπικό και θεωρήθηκε ότι υπέκρυπτε ανατρεπτικές ροπές.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όπως ανέφερα ήδη, η 25 Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος το 1838, και τότε γιορτάστηκε και για πρώτη φορά επίσημα. Μέχρι τότε, το ελληνικό κράτος γιόρταζε δυο επετείους, και τις δυο συνδεδεμένες με το πρόσωπο του βασιλέα: τα γενέθλια και τα αποβατήρια. Η 25 Μαρτίου θα είναι, συνεπώς, η μόνη καθαρά εθνική γιορτή, “η μόνη”, σύμφωνα με την εφημερίδα της εποχής Αθηνά, “ήτις ημπορεί να συγκινήση παντός ευαισθήτου Ελληνος την καρδίαν”. Από την επόμενη χρονιά, το 1839, δοκιμάζεται ένας ιδιωτικός εορτασμός, ο οποίος επαναλαμβάνεται και το 1840, ώστε να αντισταθμιστεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, η αδιαφορία ή η δυσμένεια των Βαυαρών για τη γιορτή αυτή. Την πρωτοβουλία ανέλαβε μια ομάδα νέων οι οποίοι γιόρτασαν την επέτειο με μνημόσυνο των πεσόντων του Αγώνα στην εκκλησία της Καπνικαρέας και με συμπόσιο και μουσική σε σπίτι φωταγωγημένο και διακοσμημένο με συμβολικές εικόνες. Η αντιοθωνική μερίδα, την οποία αποτελούσαν κατά πλειονότητα νέοι, θέλησε μ’αυτό τον τρόπο να ιδιοποιηθεί τον πανηγυρισμό της εθνικής επετείου.
Η αντιπαράθεση που απλώς λάνθανε τα δυο πρώτα χρόνια ξέσπασε το 1841. Τότε, τη μέρα του Ευαγγελισμού, δεν ακούσθηκαν οι πρωινοί κανονιοβολισμοί -δείγμα ενδεχομένως της ολιγωρίας και απροθυμίας της διοίκησης. Όπως θα γράψει ένα μήνα αργότερα ένας άλλος από τους πρωταγωνιστές, ο Θεόδωρος Ορφανίδης: “φθάνει η 25 Μαρτίου, η ημέρα καθ’ ην εκδικητικός κεραυνός επέσκηψεν μετά πατάγων κατά της κεφαλής των τυράννων μας” ... “και τί γίνεται; τίποτε: μήτε εσπερινή μουσική, μήτε εωθινά άσματα, μήτε πυροβόλων εκπυρσοκροτήσεις”. Οι νεαροί φοιτητές αποφασίζουν τότε να γιορτάσουν εκείνοι με τη λαμπρότητα που της άρμοζε την εθνική επέτειο. Φωταγωγούν εναν κατάλληλο χώρο και παρουσιάζουν στους διαβάτες σειρά συμβολικών εικόνων. Η εικόνα του Κοραή κατέχει κεντρική θέση. Ο αντιμοναρχισμός και οι δημοκρατικές ιδέες του “σοφού γέροντος των Παρισίων” εξηγούν τη συμβολική του εμφάνιση σε έναν τέτοιο εορτασμό. Κάποιες από τις υπόλοιπες εικόνες που είχαν αναρτηθεί στον ίδιο χώρο εκλαμβάνονται από τη διοίκηση ως αντιπολιτευτικές και καταστρέφονται. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για την εικόνα ενός πλοίου που κλυδωνιζόταν χωρίς πηδάλιο.
Οι πρωτεργάτες της εκδήλωσης συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη. Ο Ζήσης Σωτηρίου, ομοϊδεάτης και συνεορταστής τους τα προηγούμενα χρόνια, ήταν άρρωστος τη μέρα του Ευαγγελισμού και δε συνελήφθη. Για συμπαράσταση, μήνυσε ο ίδιος τον εαυτό του στην Εισαγγελία. Στη δίκη ο Ορφανίδης διάλεξε τον έμμετρο λόγο για να απολογηθεί. Διαβάζω λίγους χαρακτηριστικούς στίχους απ’αυτήν την απολογία:
Διατί της δίκης ταύτης κοινολογηθείσης μόλις
Στο ακροατήριον σας συνηθροίσθη ολ’ η πόλις;
......
Εχει εθνισμόν η δίκη, κ’ ήλθε να ιδή καθείς των
Πώς το δικαστήριόν σας κρίνη περί των μεγίστων,
Ηλθεν να ιδή ο Ελλην, αν τιμών τους ήρωάς του,
Αμυδρόν αν ρίπτων βλέμμα στας ενδόξους εποχάς του,
Εάν εις τάφους σπένδων των προμάχων δακρυχέων
Θα συμμερισθή την τύχην των κακούργων και φονέων.
Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν τελικά εκτός από έναν, στον οποίο επιβλήθηκε φυλάκιση ενάμιση μηνός. Τον επόμενο χρόνο, επανέρχονται ζητώντας την άδεια να παρουσιάσουν το θεατρικό έργο του Ιωάννη Ζαμπέλιου “Ρήγας ο Θεσσαλός” και με τις εισπράξεις να ανεγείρουν μνημείο προς τιμήν του Ρήγα. Η άδεια δεν δόθηκε, ίσως από το φόβο των ταραχών, αλλά ο Ζήσης Σωτηρίου, που συναντήσαμε προηγουμένως, αποφάσισε στο εξής να γιορτάζει την ονομαστική του εορτή την 25 Μαρτίου. Ετσι, το βράδυ της 25 Μαρτίου 1843, γιορτάζοντας τη γιορτή του Ζήση Σωτηρίου οι νέοι του Πανεπιστημίου και του Γυμνασίου περιήλθαν όλη την πόλη ψάλλοντας άσματα υπέρ του Συντάγματος. Ο Σεπτέμβριος ήταν πια κοντά και η σύνδεση της εθνικής επετείου με τις φιλελεύθερες διεκδικήσεις απροκάλυπτη.
Εντελώς διαφορετικός είναι ο συμβολισμός της εθνικής επετείου κάποιες δεκαετίες αργότερα, όταν το προσκύνημα στο νησί της Τήνου προσλαμβάνει όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και εθνικό χαρακτήρα. Στη Μεγαλόχαρη, το μεγαλύτερο πλήθος των προσκυνητών ώς το 1922 συνέρρεε την 25 Μαρτίου και όχι την 15 Αυγούστου. Ενδεικτικά, σύμφωνα με μια στατιστική του 1881, μέσα σε μια μέρα στο πανηγύρι του Μαρτίου έφθασαν στο νησί 25000 προσκυνητές. Ο εορτασμός του ευαγγελισμού στην Τήνο λειτουργούσε ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή σαν εθνικό προσκλητήριο, συγκεντρώνοντας προσκυνητές και από το ελληνικό κράτος αλλά και από τον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από τη Σμύρνη. Ο Δροσίνης περιγράφει γλαφυρά αυτή την ποικιλόχρωμη συνεύρεση: “Ο φουστανελλοφόρος χωρικός της Ρούμελης με την δασύτριχον κάπαν προστρίβεται επί του βελουδίνου γελεκίου του κομψού Σμυρναίου, ενώ του εκ Τσεσμέ βρακοφόρου η κεφαλή παρεμπίπτει μεταξύ του αργυροστεφούς μετώπου Ελευσινίας λυγερής και των μαύρων οφθαλμών Αλεξανδρινής Σφιγγός. Επεται τεφρόχρους πίλος Συριανου βιομηχάνου και χρυσούν παπάζι Μεσσηνίας δεσποίνης...”. Ο ρόλος αυτός του νησιού της Τήνου κατά την εθνική επέτειο παραλληλίζεται άλλωστε σε εφημερίδα της εποχής με το ρόλο του ιερού του Απόλλωνα στη γειτονική Δήλο κατά την αρχαιότητα.
Η αναφορά στις δυο διαφορετικές μορφές που προσέλαβε ο εορτασμός της 25 Μαρτίου μέσα στον προηγούμενο αιώνα έρχεται να συναντήσει όσα εισαγωγικά καταγράφηκαν σχετικά με τη μυθοποίηση και την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Μια επέτειος μπορεί να είναι ένα πολλαπλό, ακόμη και αντιφατικό, σύμβολο. Μπορεί να προβάλλεται για να τονίσει την ενότητα μιας κοινωνίας ή, αντίθετα, για να υπογραμμίσει τις ρωγμές και τις αντιπαλότητές της. Πέρα απ’όλα αυτά, συμπυκνώνει κάποιες αξίες, εκείνες που θεωρείται πως πραγματώθηκαν κατά τη διάρκεια των εορταζομένων γεγονότων. Ο εορτασμός της επετείου επιβεβαιώνει την προσήλωση των μελών της κοινωνίας στις αξίες αυτές. Ετσι και με την 25 Μαρτίου. Οι φοιτητές του 1841 διαδήλωναν με τον εορτασμό της την προσήλωσή τους στις δημοκρατικές αρχές της Επανάστασης, εκείνες που κατά τη γνώμη τους καταπατούσε η βαυαρική διοίκηση και η οθωνική απολυταρχία. Οι προσκυνητές της Μεγαλόχαρης, από τη μεριά τους, τιμούσαν τις αξίες της ενότητας του ελληνισμού αλλά και προσδοκούσαν την τελείωση της “ανολοκλήρωτης” επανάστασης. Σήμερα, 157 χρόνια μετά τον πρώτο εορτασμό, ίσως αξίζει να στοχαστούμε, πέρα από την τελετουργική επανάληψη γνωστών από τα σχολικά μας χρόνια στερεοτύπων, ως προς την αξιακή φυσιογνωμία αυτής της επετείου, ως προς τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και ως προς το πραγματικό ιστορικό της περιεχόμενο.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΙΣ ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Αγαπητοί συνάδελφοι, μαθητές και φίλοι της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών Κορινθίας,
η δραστηριότητα της Λέσχης Ανάγνωσης συνεχίζεται και φέτος. Για αρχή σκεφτόμαστε να ασχοληθούμε με τις σχολικές γιορτές. Στοχεύουμε σε μια συνάντηση με καλεσμένη την καθηγήτρια Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κα Χριστίνα Κουλούρη. Η κα Κουλούρη μας πρότεινε κάποια άρθρα της που θα αποτελέσουν ένα πρώτο υλικό για συζήτηση. Τα άρθρα αυτά έχουν αναρτηθεί στο ιστολόγιό μας με την ετικέτα «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ». Σας προτείνουμε να τα διαβάσετε και να συμμετάσχετε στη συνάντηση για να καταθέσετε την εμπειρία σας από τις σχολικές γιορτές και τις απόψεις σας για το πώς οι επέτειοι θα αποκτήσουν ουσιαστικότερο περιεχόμενο, θα κινήσουν το ενδιαφέρον των μαθητών και θα προκαλέσουν τη συμμετοχή τους.
Η ημερομηνία της συζήτησης προτείνεται να είναι η Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου και ο τόπος η βιβλιοθήκη του Πειραματικού Γυμνασίου Κορίνθου. Όταν οριστικοποιηθούν ο τόπος και ο χρόνος θα υπάρξει νέα ανακοίνωση.

Η επιδημία των επετείων

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 15/11/2009. Το αναδημοσιεύουμε για να αποτελέσει ένα πρώτο υλικό για προβληματισμό και συζήτηση σε συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών.

Η επιδημία των επετείων

της Χριστίνας Κουλούρη, καθηγήτριας Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Στις 21 Απριλίου 2009 η Ρώμη είχε γενέθλια. Γιόρταζε τα 2.762 χρόνια της, εφόσον, σύμφωνα με τον μύθο, η «αιώνια πόλη» ιδρύθηκε στις 21 Απριλίου 753 π.Χ. Ο εορτασμός περιλάμβανε παρελάσεις ρωμαίων στρατιωτών και μονομάχων και εικαστικές παρεμβάσεις με θέμα τη λύκαινα- προφανή αναφορά στον μύθο του Ρώμου και του Ρωμύλου. Λίγους μήνες αργότερα, στη μακρινή Αρμενία, η πρωτεύουσά της Ερεβάν θα αμφισβητούσε τα πρωτεία της αρχαιότερης πόλης από τη Ρώμη. Στις 11 Οκτωβρίου 2009 γιόρτασε τα δικά της γενέθλια για τα 2.791 χρόνια από την ίδρυσή της. Το 782 π.Χ., 29 χρόνια πριν από τη Ρώμη, χτίστηκε το κάστρο Ερμπούνι, το οποίο θεωρείται από την αρμενική ιστοριογραφία ως η πρώτη μορφή (και ετυμολογικά) του Ερεβάν. Τα γενέθλια του Ερεβάν γιορτάστηκαν με τη γλώσσα μιας σύγχρονης λαϊκής γιορτής, με ροκ συναυλίες, μπάντες και χορευτικά σε όλη την πόλη και με τον κόσμο να έχει κατακλύσει το κέντρο φορώντας «τα καλά του» και ανεμίζοντας σημαίες.

Αν ο εορτασμός των γενεθλίων της Ρώμης είχε τα χαρακτηριστικά μιας τουριστικής φιέστας (άλλωστε υπήρχαν πάμπολλες προσφορές «τουριστικών πακέτων» για τη συγκεκριμένη επέτειο), τα γενέθλια του Ερεβάν βιώθηκαν ως εθνική επέτειος. Η πόλη ταυτιζόταν με το έθνος και τα γενέθλιά της ανακαλούσαν τη δική του αρχαιότητα. Η σύνδεση αυτή είναι εξάλλου απαραίτητη για μια πόλη όπου δεν υπάρχει κανένα αρχαίο μνημείο· αντίθετα, μοιάζει να μην είναι ούτε καν εκατό ετών. Η προβολή όμως της ιδέας του έθνους σε όσο το δυνατόν παλαιότερη εποχή την καθιστά «ολιστική», εφόσον μόνο έτσι μπορεί να περιλάβει όλα τα δυνάμει μέλη του έθνους ανά τους αιώνες και σε όλες τις ηπείρους. Για έθνη με μεγάλη διασπορά, όπως το αρμενικό, το στοιχείο της αρχαιότητας της καταγωγής αποτελεί ισχυρό συνεκτικό δεσμό.

Τον Οκτώβριο του 2009 γιορτάστηκαν και κάποια άλλα γενέθλια, αρκετά διαφορετικά από τα γενέθλια της Ρώμης και του Ερεβάν, τουλάχιστον σε μια πρώτη ανάγνωση. Ο Αστερίξ, η γνωστή γαλλική φιγούρα κόμικ των Uderzo και Goscinny, έγινε 50 ετών. Γιγάντια μενίρ, ποικίλα σύμβολα και διάσημες ατάκες από τη σειρά γέμισαν το Παρίσι, σε κεντρικά σημεία, όπως η πλατεία Ομονοίας και ο Πύργος του Αϊφελ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του επετειακού εορτασμού υπήρξε ωστόσο η ιστορική αναφορά: στο μουσείο Κλυνύ, το οποίο είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια ρωμαϊκών λουτρών του 3ου μ.Χ. αιώνα, οργανώθηκε έκθεση ιστορικών τεκμηρίων που συνδέουν το κόμικ με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής όπου διαδραματίζεται. Παρ΄ όλο που κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει τη συγκεκριμένη έκθεση αντιεπιστημονική, η σύνδεσή της με τον Αστερίξ επιβεβαιώνει έστω και ακούσια ή ασυνείδητα τη στρεβλή ανάγνωση της ιστορίας. Γενιές Γάλλων έχουν ανατραφεί με την ιδέα «οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες», ενσωματώνοντας τον Αστερίξ και τον Οβελίξ στην εθνική τους ταυτότητα- ακόμη και στις περιπτώσεις της ειρωνικής ανατροπής της.

Οι τρεις περιπτώσεις επετειακών εορτασμών που ανέφερα αποτελούν μικρό μόνο δείγμα του καταπληκτικού πολλαπλασιασμού των γενεθλίων και των κάθε είδους επετείων σε παγκόσμιο επίπεδο, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Ενα είδος «αναβιωτισμού», σύμφωνα με τον όρο του Raphael Samuel, που ανιχνεύεται στη συλλεκτική μανία, τη μόδα της αντίκας, τον πολλαπλασιασμό των μουσείων κάθε είδους, στις εκστρατείες διάσωσης των ιστορικών μνημείων αλλά και του περιβάλλοντος (ως οιονεί «ιστορικού μνημείου») καθώς και στον εορτασμό όλο και περισσοτέρων επετείων, διαπιστώνεται ήδη από τη δεκαετία του 1960. Η οικογενειακή ιστορία, με την οποία καταπιάνονται όλο και περισσότεροι μη επαγγελματίες ιστορικοί, σε μια επιχείρηση ιστορικής έρευνας «κάν΄ το μόνος σου», αποτελεί ένα ακόμη δείγμα αυτής της νέας τάσης ιστορικισμού.

Η έκρηξη επετειακών εορτασμών μπορεί να εξηγηθεί αφενός σε συνδυασμό με τον επικοινωνιακό και καταναλωτικό αντίκτυπο αυτών των γεγονότων, εφόσον ενισχύουν την παραγωγή πλήθους πολιτισμικών αγαθών, από αναμνηστικές κονκάρδες και μπλουζάκια μέχρι ντοκιμαντέρ και ειδικές αφιερωματικές εκδόσεις. Αφετέρου εξαρτάται από την κεντρική θέση που έχει καταλάβει η μνήμη στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της «μεταμοντέρνας συνθήκης» και του «τέλους της ιστορίας», η μνήμη έχει αναδειχτεί σε κεντρικό τόπο ταυτότητας, απάντηση στο ερώτημα ποιοι είμαστε και πώς τοποθετούμαστε μέσα στον χρόνο. Πρόκειται για τη «νοσταλγία του παρόντος», σύμφωνα με τη διατύπωση του Fredric Jameson, όπου η στροφή προς τη μνήμη προσφέρει καταφύγιο μέσα σε έναν κόσμο γρήγορης και ευρείας αλλαγής, στο πλαίσιο του οποίου εξαφανίζονται τα σημεία αναφοράς και ανατρέπονται οι βεβαιότητες. Ολες αυτές οι εκδηλώσεις αποτελούν λοιπόν απάντηση στο αίσθημα ότι δεν έχουμε «ρίζες» και στη συνακόλουθη ανασφάλεια που αυτό δημιουργεί.

Oι εσωτερικοί μετανάστες της αγροτικής εξόδου αναζητούν, γενιές μετά, το χωριό της καταγωγής τους. Το ίδιο και οι οικονομικοί μετανάστες των υπερπόντιων διαδρομών. Οι «ρίζες» είναι η ανακούφιση του μετακινούμενου, αυτό που του δίνει ταυτότητα και αξιοπρέπεια. Η απελπισμένη ανάγκη να γαντζωθούμε πάνω σε κόσμους που εξαφανίζονται μας κάνει να φτιάχνουμε μνημεία για το εύθραυστο του παρόντος μάλλον παρά του παρελθόντος. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η επετειακή υπερβολή αποτελεί διεθνικό φαινόμενο που κινητοποιεί μάζες σε ολόκληρο τον πλανήτη. Από τα διακόσια χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και τα πενήντα χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα γενέθλια του Αστερίξ και τα μουσεία για τον Ελβις Πρίσλεϊ ή τον Χοντρό και τον Λιγνό, με τη συμμετοχή των μέσων επικοινωνίας και της πολιτιστικής βιομηχανίας, ένα τεράστιο, πολυεθνικό πλήθος καταναλωτών επιβεβαιώνει την επιλεκτική σχέση του με το παρελθόν και τη μνήμη και εν τέλει με την Ιστορία.

Το έθνος γιορτάζει χωρίς να θυμάται

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 2/11/2003. Το αναδημοσιεύουμε για να αποτελέσει ένα πρώτο υλικό για προβληματισμό και συζήτηση σε συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών.

Το έθνος γιορτάζει χωρίς να θυμάται


της Χριστίνας Κουλούρη, καθηγήτριας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

H Ιστορία κρύβεται πίσω από τη ρητορεία, τους μεγαλόστομους επαίνους και τους μανιχαϊστικούς διαχωρισμούς. Το έθνος γιορτάζει χωρίς να θυμάται. Ή μήπως γιορτάζει επειδή δε θυμάται;
Το 1908 ο τότε υπουργός Παιδείας καθιέρωνε την ημέρα έναρξης των μαθημάτων στα σχολεία των αρρένων ως ημέρα εορτασμού της εθνικής σημαίας. Λίγα χρόνια πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η σημαία συνδεόταν με την πολεμική δράση και το καθήκον των μελλόντων στρατιωτών να την υπερασπιστούν - ως σύμβολο της πατρίδας - στα πεδία των μαχών. Γι' αυτό και ο εορτασμός της ημέρας της σημαίας καθιερώθηκε μόνο στα σχολεία των αρρένων.

H σύντομη αυτή ιστορική πληροφορία μπορεί να μας βοηθήσει να στοχαστούμε σχετικά με όσα εκτυλίχθηκαν πρόσφατα με αφορμή τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου και συγκεκριμένα σχετικά με το ρόλο της σημαίας ως συλλογικής αναπαράστασης του έθνους. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά: Ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας της πατρίδας σήμερα; Είναι ίδιο και αναλλοίωτο από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης; Τι σημαίνουν σήμερα για τη σχέση μας με την πατρίδα οι στρατιωτικού ύφους παρελάσεις και οι δημόσιες τελετές; Τιμάται πράγματι η πατρίδα με τις παρελάσεις και την τυπική έκφραση σεβασμού; Πώς νοείται και πώς εκπληρώνεται το «καθήκον» προς την πατρίδα; Ο τρόπος εορτασμού των εθνικών επετείων ποιες αξίες και ποια πρότυπα συμπεριφοράς εμπνέει στις νέες γενιές; Και, εν τέλει, γνωρίζουμε γιατί γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου; Ή, για να είμαι πιο ακριβής, έχουμε συμφωνήσει γιατί γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου;

Ας ξεκινήσουμε από το νόημα της συγκεκριμένης εθνικής επετείου. H 28η Οκτωβρίου δεν είναι ημερομηνία νίκης εναντίον κάποιου «προαιώνιου» εχθρού ή απελευθέρωσης και κήρυξης της εθνικής ανεξαρτησίας. Είναι η πλέον «οικουμενική» από τις εθνικές επετείους ακριβώς γιατί συμβολίζει κάτι που δεν περιορίζεται στα εθνικά όρια, αλλά έχει πανευρωπαϊκές και παγκόσμιες διαστάσεις - την αντίσταση κατά του φασισμού. H απόφαση της Ελλάδας να αντισταθεί στον ιταλικό και γερμανικό φασισμό υπερβαίνει την υπεράσπιση απλώς της εθνικής ανεξαρτησίας και συνδέεται με την υπεράσπιση οικουμενικών αξιών, όπως είναι η ελευθερία και η δημοκρατία. Αυτό το νόημα της 28ης Οκτωβρίου τείνουμε να το ξεχνάμε. Οχι γιατί, λόγω της χρονικής απόστασης, των μεταπολεμικών πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ξεχάσαμε ότι και οι Ιταλοί και οι Γερμανοί υπήρξαν «εχθροί» μας. Αλλά γιατί οι εθνικές επέτειοι δεν συνδέονται με την ιστορική μνήμη. H Ιστορία κρύβεται πίσω από τη ρητορεία, τους μεγαλόστομους επαίνους και τους μανιχαϊστικούς διαχωρισμούς. Το έθνος γιορτάζει χωρίς να θυμάται. H μήπως γιορτάζει επειδή δε θυμάται;

Παρ' όλο που η ιστορική μας γνώση συρρικνώνεται, η συμβολική δύναμη των επετείων παραμένει αμείωτη. Το τελετουργικό τους επίσης παρουσιάζει αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο. Παρατηρούμε, μάλιστα, ότι η συμβολική χρήση των επετείων εντείνεται σε περιόδους πολιτικής κρίσης, όπως π.χ. στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. H ανασφάλεια του καθεστώτος το οδηγεί στην αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης της εικόνας του αφενός και της εθνικής ενότητας αφετέρου. Πράγματι, η ενοποιητική χρήση της επετείου και η διεκδίκησή της κατ'αποκλειστικότητα μας αφήνει να υποθέσουμε ότι κάποιες κοινωνικοπολιτικές ομάδες αντιδρούν απέναντι σε έναν ορατό ή φανταστικό κίνδυνο, ο οποίος αλλάζει πρόσωπο κατά περίπτωση. Εδώ θα πρέπει να κατατάξουμε τις πρόσφατες αντιδράσεις για την ελληνική σημαία, οι οποίες συνδέονται όχι με την επέτειο καθεαυτή αλλά με την ανασφάλεια μέρους της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη μαζική είσοδο μεταναστών. Οι αντιδράσεις αυτές, που χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο ως «ρατσισμός», έκρυβαν στην ουσία την ανασφάλεια της εθνικής ταυτότητας. H ανασφάλεια οδηγεί σε αμυντική αναδίπλωση και αποκλεισμούς. Και δεν είναι οι μετανάστες οι πρώτοι που έχουν αποκλειστεί.

Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι μεταπολεμικά η έννοια της πατρίδας συνδεόταν στον επίσημο λόγο με την «εθνικοφροσύνη» αποκλείοντας όσους είχαν διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Αντίστοιχα, η υπεράσπιση της σημαίας εναπετίθετο σε όσους πρόσφεραν τα εχέγγυα της εθνικής «αυθεντικότητας». Στην περίπτωση εκείνη, οι «αυθεντικοί» Ελληνες δεν διακρίνονταν βάσει γλώσσας και καταγωγής αλλά βάσει μιας ασαφώς οριζόμενης εθνικής συνείδησης και νομιμοφροσύνης στην ιδέα της πατρίδας.

Αντίθετα, στο λόγο της αριστεράς και μερίδας του φιλελεύθερου κόσμου η υπεράσπιση της πατρίδας συνδεόταν επίσης με τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Για όλους, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, η σημαία συμβόλιζε το «ανήκειν» στην ίδια εθνική κοινότητα. Εν τούτοις, οι αξίες που συνδέονταν με την πατρίδα, αλλά και ο ίδιος ο ορισμός της εν τέλει, διέφεραν ριζικά. Οι εθνικές επέτειοι συχνά δίχασαν αντί να ενώσουν. Για άλλη μια φορά, στη φετινή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, οι δύο διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν με αφορμή τον ορισμό της ελληνικότητας και το νόημα των εθνικών συμβόλων. Σε μια εποχή κρίσης του έθνους-κράτους, πολυπολιτισμικής συγκρότησης των κοινωνιών αλλά και ανάδυσης κατακερματισμένων εθνοτικών, τοπικών και περιφερειακών ταυτοτήτων, ίσως πρέπει να στοχαστούμε εκ νέου σχετικά με το σημερινό περιεχόμενο παλαιών εννοιών και να αναπροσδιορίσουμε τη χρήση των εθνικών συμβόλων στο δημόσιο συμβολικό λόγο. H σημαία δεν τιμά αυτόν που την κρατά, αλλά αυτός που την κρατά τιμά τη σημαία. Και ως κριτήριο έχει οριστεί η επίδοση, είτε πρόκειται για τις αθλητικές επιδόσεις των ολυμπιονικών είτε για τις πνευματικές των άριστων μαθητών είτε για την ύστατη επίδοση που είναι η θυσία.

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

60 χρόνια από τον πόλεμο του ‘40

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, στις 29/10/2000. Το αναδημοσιεύουμε για να αποτελέσει ένα πρώτο υλικό για προβληματισμό και συζήτηση σε συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών.

60 χρόνια από τον πόλεμο του ‘40

της Χριστίνας Κουλούρη, καθηγήτριας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Εξήντα χρόνια μετά την κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία και την είσοδο της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μία ακόμη εθνική επέτειος εορτάζεται με τον τρόπο που έχουμε συνηθίσει: σημαιοστολισμοί των δρόμων, σχολικές γιορτές, στρατιωτική και σχολική παρέλαση, δοξολογίες στους ναούς, εκφωνήσεις λόγων, διαγγέλματα των εκπροσώπων της πολιτικής ηγεσίας, ίσως και κάποιες εκπομπές στην τηλεόραση και αφιερώματα στον Τύπο. Οι ομιλούντες και οι γράφοντες προσπαθούν συνήθως να δώσουν ένα «μήνυμα» μέσα από τον συμβολισμό της επετείου με εφαρμογές στο κοινωνικό και στο πολιτικό παρόν. Ωστόσο το περιεχόμενο και η σημασία της επετείου δεν είναι ούτε τα ίδια για όλους ούτε σταθερά μέσα στον χρόνο. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι, όπως έχουν δείξει διάφορες δημοσκοπήσεις τα τελευταία χρόνια, για τους νεότερους οι εορτασμοί αυτοί είναι απλώς άλλη μία ευκαιρία για αργία από το σχολείο ή από τη δουλειά. Η στάση αυτή ενισχύεται από τη συγκεχυμένη γνώση ως προς τις διαφορές ανάμεσα στις δύο εθνικές επετείους: για ένα μέρος των μαθητών οι «εχθροί», τα γεγονότα, οι πρωταγωνιστές, η σημασία του κάθε πολέμου δεν καθορίζονται με σαφήνεια. Η Ελληνική Επανάσταση, και επειδή διδάσκεται πολύ πιο συστηματικά, αποτελεί για τη συνείδησή τους γεγονός μεγαλύτερης σημασίας που συχνά επικαλύπτει κάθε εθνικό εορτασμό. Αυτές οι διαπιστώσεις για το παρόν δεν συμπαρασύρουν βεβαίως όλους τους προηγούμενους εορτασμούς.

Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου επενδύθηκε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες με σημαντικούς συμβολισμούς και εορτάστηκε με πάνδημη συμμετοχή. Στη μεταπολεμική ιστορία εν τούτοις η επέτειος αυτή υπήρξε πολύ περισσότερο «πολιτική» και γι' αυτό πιο διχαστική από την επέτειο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Οι λόγοι αυτής της διαφορετικής λειτουργίας των δύο επετείων συνδέονται προφανώς με το γεγονός ότι την Κατοχή και τον αγώνα κατά της ξένης κατάκτησης ακολούθησε ένας Εμφύλιος πόλεμος που σήμανε τον διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και ως προς την ερμηνεία του εθνικού παρελθόντος. Τα γεγονότα συνεπώς που συνδέονται με την 28η Οκτωβρίου 1940 παρουσιάστηκαν και ερμηνεύτηκαν με διαφορετικούς τρόπους από τις επί μέρους πολιτικές και κοινωνικές ομάδες ενώ οι εκάστοτε εορτασμοί της επετείου εξυπηρέτησαν την επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Οι αντίπαλες εκδοχές για πολλά χρόνια δεν έβρισκαν έκφραση στον δημόσιο λόγο.
Στην πρώτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» στο φύλλο της 28ης Οκτωβρίου 1944 ο κεντρικός τίτλος «28 του Οχτώβρη» πλαισιώνεται από τις λέξεις «Εθνική Ανεξαρτησία», «Λαοκρατία» και «Αναγέννηση». Ηδη από το φύλλο της προηγούμενης ημέρας ανακοινωνόταν ότι «ο Λαός της Αθήνας ετοιμάζεται για την αυριανή αντιφασιστική μέρα». Το κεντρικό άρθρο της 28ης Οκτωβρίου 1944 διαχώριζε τη στάση του λαού, που «ήθελε να κάνει πόλεμο για την Ελλάδα», από τη στάση των κυβερνώντων, οι οποίοι «ήθελαν πόλεμο για το καθεστώς». Την επαύριο της απελευθέρωσης, λοιπόν, για τους έλληνες κομμουνιστές η επέτειος θύμιζε τη λαϊκή νίκη κατά του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και κατά του γερμανικού φασισμού. Διαποτιζόταν εξάλλου από την ευφορία της νίκης και από την ελπίδα για μια Ελλάδα «ελεύθερη, ανεξάρτητη και ευτυχισμένη». Εξίσου αισιόδοξες, αν και με διαφορετικό όραμα για το μέλλον, ήταν και οι υπόλοιπες πολιτικοκοινωνικές ομάδες.
Οπως γνωρίζουμε, σε έναν μήνα περίπου το κλίμα αισιοδοξίας θα θαφτεί κάτω από την τέφρα ενός νέου πολέμου. Η λήξη του Εμφυλίου δεν θα αλλάξει τη ζοφερή εικόνα των βιωμάτων. Στον εορτασμό της επετείου το 1950 η εφημερίδα «Ακρόπολις» θεωρεί ότι ο κύκλος που ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια δεν έχει κλείσει. Η Ελλάδα καλείται να πει ένα νέο «Οχι», προς τη Δυστυχία αυτή τη φορά: «Οχι, δεν θα με νικήσης [...], δεν θα με παραδώσης εις τον Σλαύον ανάπηρην, παράλυτην. Θα νικήσω την Πείναν, διά να τελειώσω με τον θρίαμβον μιας Αναγεννήσεως, εκείνον που ήρχισα την 28ην Οκτωβρίου, επάνω εις την Πίνδον. Ετσι θα κλείσω, όπως πάντοτε, τον κύκλον του επικού αγώνος μου» (φ. 72707, 28.10.1950). Μέσα από το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας οι αξίες που προβάλλονται είναι η Δημοκρατία και η Ελευθερία. Οι εχθροί δεν είναι μόνο οι εισβολείς του Β? Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η κομμουνιστική απειλή.

Ο συμβολισμός του εορτασμού
Ως τη μεταπολίτευση ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου θα διατηρήσει κάποια σταθερά χαρακτηριστικά: α) θα συνδυάζεται με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, β) με αυτόν τον τρόπο θα εντάσσεται σε μια ιστορική συνέχεια «ένδοξων» στιγμών όπου οι πρωταγωνιστές θα είναι κυρίως η «ελληνική φυλή» (όχι ο «λαός») και οι «ηγέτες», γ) ως κεντρική ηρωική φυσιογνωμία θα προβάλλεται ο βασιλιάς (ο Κωνσταντίνος Α? και ο Γεώργιος Β?), δ) ως βασικό σύμβολο της επετείου θα καθιερωθεί το «Οχι», ε) εκτός από τις συνήθεις τελετές, ο εορτασμός θα συνοδεύεται και από αθλητικούς αγώνες (ποδοσφαίρου, ιστιοπλοΐας, ιππικούς κ.ά.) όπου θα απονέμονται «Κύπελλα του Οχι». Στις εφημερίδες τα σχετικά δημοσιεύματα θα αραιώσουν σταδιακά και θα περιοριστούν σε στερεότυπες αναφορές στον «λαμπρό εορτασμό» και σε φωτογραφίες από την παρέλαση.
Το κλίμα αλλάζει το 1974. Η επέτειος εκείνης της χρονιάς θεωρείται ο «πρώτος ελεύθερος εορτασμός [...] του ΟΧΙ, που για τους Ελληνες συμβολίζει τώρα και το ΟΧΙ τους στη δικτατορία της 21ης Απριλίου, το μεγάλο ΟΧΙ της ενεργητικής και της παθητικής αντιστάσεως που ωδήγησε το δικτατορικό καθεστώς σε κατάρρευση» («Καθημερινή», φ. 16797, 27.10.1974). Η επέτειος θα αποκτήσει ένα νέο νόημα αλλά και ένα νέο τυπικό. Από την επόμενη χρονιά στις σχετικές εκδηλώσεις θα πρωτοστατήσουν οι φοιτητές όχι μόνο με ομιλίες και συνθήματα όπως «Το ΟΧΙ του '40 το είπε μόνο ο λαός» αλλά και με πλήρη αλλαγή της διαδικασίας: ποιήματα του Ρίτσου, οι ύμνοι του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, τραγούδια της Αντίστασης, μουσική του Θεοδωράκη θα επενδύουν πλέον τις εορταστικές εκδηλώσεις σε σχολεία και πανεπιστήμια. Μια καινούργια εφημερίδα, η «Ελευθεροτυπία», προσδιορίζει και την αλλαγή στο ιδεολογικό περιεχόμενο της επετείου: ο «Μεγάλος Αντιφασιστικός Πόλεμος» κράτησε στην Ελλάδα εννέα χρόνια και «ήταν μια γενναία και επική τιτανομαχία εναντίον του ξένου και του ντόπιου φασισμού» (φ. 84, 27.10.1975).

Δύο διαφορετικές ερμηνείες
Το «άλλο πνεύμα» στον εορτασμό της επετείου ανιχνεύεται και στα αναγνωστικά μετά την άνοδο του ΠαΣοΚ στην εξουσία. Εδώ οι περιγραφές του σημαιοστολισμένου σχολείου, της λειτουργίας στην Εκκλησία και του λόγου του δασκάλου δίνουν τώρα τη θέση τους στην πρωτοβουλία των μαθητών που οργανώνουν μόνοι τους τη γιορτή, όπου η κεντρική ομιλία εκφωνείται όχι από τον δάσκαλο αλλά από τον «πρόεδρο της τάξης». Τότε για πρώτη φορά εξάλλου εμφανίζεται σε σχολικά βιβλία ο όρος «Εθνική Αντίσταση».
Μέσα στη δεκαετία του '80 ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου προσφέρει την αφορμή για εκτενείς υπομνήσεις της εθνικής ενότητας και της στενής συνεργασίας «Στρατού και Λαού» για την οικοδόμηση του μέλλοντος. Οσο η Δημοκρατία νιώθει ανασφαλής τόσο η εθνική επέτειος προσφέρεται για συμβολικές χρήσεις. Με την πάροδο του χρόνου όμως και την παγίωση τη ς πολιτικής ομαλότητας ο εορτασμός της επετείου μοιάζει «άχρηστος». Εξαφανίζεται από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και η περιγραφή της δεν διαφέρει από εκείνη των κοινωνικών εκδηλώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τίτλος του σχετικού άρθρου της εφημερίδας «Τα Νέα» στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν «Συντομεύτηκε λόγω κρύου η παρέλαση κατόπιν επιθυμίας Καραμανλή» (29.10.1991, σ. 40). Ολο και πιο συχνά οι αναφορές στην 28η Οκτωβρίου γίνονται σχεδόν συνθηματικές. Το «Οχι» ή το «Αέρα» ανευρίσκονται πλέον σε γελοιογραφίες και όχι σε κείμενα ιστορίας, μνήμης ή πολιτικής. Παρ' όλα αυτά, ίσως επειδή η ενασχόληση με τον Εμφύλιο δεν έχει λήξει ούτε σε επιστημονικό ούτε σε πολιτικό επίπεδο, συνυπάρχουν ακόμη συχνά συγκεχυμένες οι δύο διαφορετικές ερμηνείες: εκείνη της 28ης Οκτωβρίου με πρωταγωνιστή το Εθνος και εκείνη της 28 του Οχτώβρη με πρωταγωνιστή τον Λαό.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΒΙΑ

της Αγγελικής Ηλία

Διαβάστηκε στη συζήτηση της Λέσχης Ανάγνωσης της 21-1-2009



Σχολική βία: πρώτος συνειρμός, τα παιδιά μου.
Από τις εμπειρίες μου ως μητέρα, μεταφέρω δύο όψεις της σχολικής βίας.

Η πρώτη: διορισμένη για τρία χρόνια σε απομονωμένο ακριτικό νησί, τα παιδιά μου ήταν οι «ξένοι», σ’ ένα περιβάλλον όπου τα παιδιά ζούσαν σε μεγάλο βαθμό την ενδοοικογενειακή βία, λόγω του έντονου αλκοολισμού που υπήρχε στους γονείς τους και συγκεκριμένα στους πατεράδες τους.
Σ’ αυτή την εικόνα της σχολικής βίας είδα τη διπλή όψη και το φαύλο κύκλο της βίας: το βίαιο παιδί ήταν ταυτόχρονα θύμα των βίαιων γονιών του. Οι θύτες γονείς του, είναι θύματα μιας άλλης βίας. Της βίας της ματαίωσης, της εγκατάλειψης, της ανεργίας, του αποκλεισμού. Αποκλεισμού, που στην περίπτωση ενός νησιού, έχει και την κυριολεκτική, την υλική του σημασία.

Η δεύτερη εμπειρία είναι τώρα, που βλέπω τη μεγάλη μου κόρη, μαθήτρια της δευτέρας Λυκείου να ζει μια παράλογη εφηβεία.
Βία πάνω στο σώμα της το στρεβλωμένο πάνω στο γραφείο, γερμένο στο θρανίο του σχολείου, των αγγλικών, των γαλλικών, των φροντιστηρίων.
Βία πάνω στο χέρι που γράφει, γράφει, γράφει…
Βία πάνω σ’ όλες τις σκέψεις που παραμένουν αγέννητες γιατί το μυαλό είναι κατειλημμένο από άλλα, χρήσιμα-άχρηστα.
Βία πάνω στην ακρωτηριασμένη φαντασία.
Βία πάνω στο αέναα ματαιωμένο συναίσθημα, που περιμένει να εκπληρωθεί μαζί με την προφητεία του πανεπιστημίου…

…Αλλά σ’ αυτή τη δεύτερη εικόνα της βίας, ποιος είναι ο θύτης;
Σ’ αυτή την εικόνα, αναζητώ τον εαυτό μου.
Πού είμαι εγώ, η καθηγήτρια;
Είμαι εκεί… μέσα στην τάξη… μέσα σ’ αυτό το σχολείο. Αλλά είμαι εγώ;
Ποιος έβαλε αυτό το σχολείο σε μένα;
Ποιος μου λέει να τελειώσω την ύλη, να κάνω αυτή τη φυσική, με αυτόν τον τρόπο, με αυτό το στόχο, ακόμα και με αυτά τα λόγια;
Ποιος με τοποθετεί σ’ αυτή τη σχέση βίας με το ίδιο μου το παιδί;

Ποιος έκανε όλη την αγάπη, το όραμα… ρουτίνα, καταναγκασμό, ακόμα και εφιάλτη για κάποια παιδιά;
Πόση απόσταση χωρίζει αυτά που νιώθω… από τις λέξεις μου
και τις λέξεις μου… από το νόημα που παίρνουν στο νου των μαθητών;
Ποιους πληγώνω και πόσο;
Πώς και γιατί η πρακτική μου, τοποθετεί τους μαθητές μου σε «καλούς» και «κακούς», τόσο που στο τέλος γίνονται στ’ αλήθεια καλοί και κακοί;
Ποιες λέξεις έχτισαν τα τείχη που θέλουν να γκρεμίσουν οι «κακοί»,
με τις σάλπιγγες της φασαρίας, τις κραυγές και τα πειράγματα, την παράβαση και τη βία;
Ορίζονται τα σύνορα από λέξεις;
Γίνονται οι βαθμοί τοίχοι που χωρίζουν τους ανθρώπους… τώρα και για πάντα;
Για ποια, αόρατα σε μένα, ανομήματά μου, με εκδικείται η άνομη ομάδα κοριτσιών της Θεωρητικής κατεύθυνσης και οι αγριεμένοι ψυκτικοί του ΕΠΑΛ;
Τι θέλει η κατάληψη να ανακαταλάβει, ποιους εχθρικούς χώρους, ποιο λεηλατημένο χρόνο;

Και εντέλει… τι θα κάνει το σχολείο με τα καλά και τα κακά παιδιά;
Θα αποβάλλει αυτούς, που είναι ήδη «έξω»;
Θα καταγράψει με νόμιμη κάμερα, τα παράνομα βίντεο των κινητών τους;
Θα τους παρατηρήσει με Παρατηρητήρια βίας;
Θα τους προγραμματίσει με Προγράμματα υγείας;
Θα διορίσει φύλακα-σύμβουλο για κάθε καθηγητή και άγγελο-ψυχολόγο για κάθε μαθητή, θύτη ή θύμα;
Άραγε φτάνουν όλα αυτά; Τι θέλουν να πετύχουν;
Ν’ αντέξουν μαθητές και καθηγητές, ή ν’ αντέξει αυτό το σχολείο;

Δεν θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις. Έτσι κι αλλιώς μερικές ερωτήσεις τις περιέχουν. Σκοπός μου ήταν περισσότερο να δω τον εαυτό μου και τις σχέσεις μου μέσα στο σχολείο, διαφορετικά.
Να αναρωτηθώ… για όσα φαίνονται φυσιολογικά.
Να φανταστώ τον εαυτό μου και το σχολείο… αλλιώς.
Κι αυτό, νομίζω, είναι μια καλή αρχή.













1

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΜΕ ΘΕΜΑ:
Η ΒΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ



Αγαπητοί φίλοι της Λέσχης Ανάγνωσης,
σας ευχόμαστε Καλή Χρονιά με πολλές συλλογικές και δημιουργικές δράσεις!
Σας καλούμε στην πρώτη μας συνάντηση για το 2009,
την Τετάρτη 21 Ιανουαρίου, στις 5 μμ, στη βιβλιοθήκη του Πειραματικού Γυμνασίου Κορίνθου σε συζήτηση με θέμα τη σχολική βία
.
Η Λέσχη Ανάγνωσης σας καλεί όλους : εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδας, μαθητές και γονείς.
Η παρουσία όλων των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας θα βοηθήσει να αναδειχθούν οι διαφορετικές όψεις του σύνθετου και πολύπλευρου αυτού φαινομένου.

Στη συζήτηση θα συμμετάσχει και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τάκης Καφετζής.

Σας περιμένουμε για να καταθέσετε εμπειρίες, απόψεις και προτάσεις.

φιλικά
τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών

Διαβάστε τα κείμενά μας και καταθέστε τα σχόλιά σας!
Θα βρείτε στο ιστολόγιό μας τα σχετικά με τη συνάντησή μας, κείμενα: «Ένα άρθρο για τη Βία στο Σχολείο» (Δεκέμβριος 2008) και τα κείμενα του Τάκη Καφετζή «Ο εκφυλισμός του ευγενούς ιδεώδους της βίας» και «Ο άφατος λόγος της βίας» που έχουν δημοσιευτεί και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.

Ο εκφυλισμός του ευγενούς ιδεώδους της βίας

O ευτελισμός της βίας

του Τάκη Καφετζή


Σχετικά με τις εικονικές και ρηματικές αναπαραστάσεις της ‘βίας στα Πανεπιστήμια’ που σκηνοθετήθηκαν τελευταία, οι λόγοι και οι αντίλογοι είναι ποικίλοι. Όμως, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Λοιπόν, για την αρχή :
…ο φοιτητής, περισσότερο από κάθε άλλον, χαίρεται να είναι πολιτικοποιημένος. Αγνοεί όμως ότι συμμετέχει σ’ αυτό δια μέσου του ίδιου του θεάματος (…) Στο στενό περιθώριο ατομικής ελευθερίας που επιτρέπει το ολοκληρωτικό θέαμα, και παρ’ όλη τη σχετικά ακανόνιστη χρησιμοποίηση του χρόνου του, ο φοιτητής αγνοεί ακόμα την περιπέτεια και προτιμά ένα περιορισμένο καθημερινό χωροχρόνο που έφτιαξαν για λογαριασμό του οι δεσμοφύλακες του ίδιου του θεάματος.’
(Internationale Situationiste, ‘Η Μιζέρια των Φοιτητικών Κύκλων’, περιοδικό Πεζοδρόμιο, τεύχος 1, Απρίλης 1973, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη).
Και για τη συνέχεια:
‘Η βία είναι η μαμή της επανάστασης’, έγραψε εκείνος ο φαντασιοκόπος και ανέστιος της ριζικής κριτικής των πραγμάτων, που τη σκέψη του πλήρωσε με την αναταραχή της η ανθρωπότητα για αμέτρητα χρόνια μετά. Την πλήρωσε η ανθρωπότητα αυτή τη σκέψη του, αλλά και τη χάρηκε, γιατί της φάνταζε ως μια ύστατη υπέρβαση, έναντι παντός τιμήματος. Όπως ο άνθρωπος χαίρεται κι αφήνεται στην αναταραχή που του φέρνει το απρόσμενο μιας άλλης επαγγελίας για το μύθο της ζωής του. Γιατί είναι καταδικασμένος να αποζητά το επέκεινα μιας εντεύθεν καθημαγμένης ζωής του, να προσδοκά και να ονειρεύεται αυτό-που- δεν-υπάρχει-ακόμα, έστω κι αν ‘ξέρει’ πως ποτέ δεν θα έρθει. Κι’ αυτό κουβαλάει μέσα του μιαν ακριβή αισθητική και μιαν ευγένεια ατίμητη, που σβήνουν το χαμερπές των κείμενων δουλειών ιχνογραφώντας στη θέση τους μιαν ‘ηθική του μέλλοντος’.
Πριν από 41 χρόνια, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Μαρκούζε γι αυτά συνέχιζε να μιλάει, για την ουτοπία και για τη βία. Για την ‘ιδέα μιας καινούριας ανθρωπολογίας…ως τρόπου ζωής’, για την ανάγκη να υπάρξουν νέες και άλλες ανάγκες, τέτοιες σαν την «ανάγκη της ομορφιάς, την ανάγκη της δωρεάν, όχι ‘κερδισμένης με κόπο’ ευτυχίας», για δύο μορφές βίας, ‘μια βία της καταστολής και μια βία της απελευθέρωσης… μια βία της υπεράσπισης της ζωής και μια βία της επιθετικότητας’, και προέτρεπε το ήδη ‘ανήσυχο’ τότε βερολινέζικο ακροατήριό του: ‘να αντισταθούμε μ’ όλες τις δυνάμεις μας αν θέλουμε να γίνουμε ευτυχισμένοι’ (Χ. Μαρκούζε, Το Τέλος της Ουτοπίας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1985)
Μάλλον αυτά είχε κατά νου κι εκείνη η χθόνια και ανατρεπτική σκέψη, όταν, πριν 150 χρόνια, έβαζε τη βία να κινεί την ιστορία μέσα από τον κοινωνικό πόλεμο. Κι αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να οριοθετηθεί στο χώρο και το χρόνο. Μπορεί να συμβεί πάντα και παντού, ή ποτέ και πουθενά, υπάρχει εν δυνάμει αδιάλειπτα, σαν ένα επίφοβο, καθότι ακαθήλωτο, ολόγραμμα, ανοιχτό στη σήμανσή του από όσους την τολμήσουν. Αρκεί να έχουν επίγνωση πως ποτέ δεν θα μπορέσουν να ‘ορίσουν’ αυτή τη σήμανση , να την κάνουν ‘δική τους’: η βία της ρήξης με το υπάρχον για έναν κόσμο αλλιώτικο ανήκει σε όλους εκείνους που την διαπράττουν, αλλά και σε κανέναν τους. Και αυτό την προστατεύει απ’ τον ευτελισμό. Γιατί, ό,τι περιπίπτει στην τάξη του ιδιόκτητου, της κτήσης, καθίσταται ευτελές, ως αναλώσιμο, διαθέσιμο, δεδομένο, ελέγξιμο. Αλλά και υποδουλωτικό για τον άνθρωπο - αν πιστέψουμε αυτά που λέει ο Ρουσσώ για τα βάσανα της ανθρωπότητας μετά την ανακάλυψη της περίφρακτης ‘ιδιο-κτησίας’ πραγμάτων και ψυχών. Όταν οι ροβεσπιερικοί (αυτοί οι απόλυτοι και βίαιοι αρνητές του πανταχόθεν και έναντι πάντων ‘υπάρχοντος’) φαντάστηκαν και εφάρμοσαν έναν νέο χρόνο, ένα νέο ημερολόγιο για την αφήγηση της ζωής και της ιστορίας του ανθρώπου, αναμετρήθηκαν με κάτι ριζικό. Ήξεραν, όμως, ότι αυτό που φαντάστηκαν και το εφάρμοσαν με τη βία που ακατάλυτα φέρνει μέσα της η ουτοπία (σπάνια στιγμή ακαριαίας εφαρμογής μιας ασυγκράτητης κοινωνικής φαντασίας), δεν μπορεί να είναι ‘δικό τους’: το τόλμησαν, την ίδια στιγμή που αισθάνονταν ότι τους ξεπερνά, ότι δεν είναι κτήμα τους.
Αλλά ας επιστρέψουμε – αν υποτεθεί ότι έχουμε απομακρυνθεί. Μπορεί η βία να γίνει ευτελής; Μπορεί να γίνει κτήμα κάποιων, να καταντήσει αναλώσιμη πόρνη για έναν εσμό βαρβάρων; Μπορεί να γίνει ιδιοκτησία τους, χωρίς να καταστραφεί η απελευθερωτική της δύναμη; Μπορεί η οργή των πολλών για τη συνθήκη της ζωής τους να γίνει ένα παιχνίδι πνιγμού τους μέσα σ’ αυτό που αρνούνται;
Το παράθεμα που διαλέξαμε στην αρχή αυτού του κειμένου λέει ότι αυτό μπορεί να γίνει. Μπορεί να γίνει στην ολοκληρωτική κοινωνία του θεάματος. Αυτό συνέβη με το θέαμα που, ‘για λίγα λεπτά δημοσιότητας’, αξιώθηκαν στα κεντρικά δελτία ειδήσεων οι φοιτητές που άρπαζαν κάλπες, προχωρούσαν σε ‘ομηρίες’ πανεπιστημιακών, αλλά και συμφύρονταν, μέσα από την παντοδύναμη εξουσία της τηλεοπτικής ατζέντας, με κάποιους που έσπαζαν κεφάλια προλετάριων ‘σεκιουριτάδων’ εξομοιώνοντάς τους με μπάτσους. Αυτό είναι το ολοκληρωτικό θέαμα. Και σ’ αυτό ‘ντουμπλαρίστηκαν’ κάποιοι φοιτητές που, στο όνομα της αριστεράς, αρνήθηκαν, on camera, αυτό το οποίο η αριστερά, με αγώνες βίας και αίματος και εκτός θεάματος βέβαια, διεκδίκησε από τα μέσα του 19ου αιώνα: το δικαίωμα της άμεσης, απροϋπόθετης και καθολικής ψηφοφορίας (εδώ, για την εκλογή διοικήσεων στα Πανεπιστήμια, χωρίς παρένθετους εργολάβους εξουσίας, δηλαδή χωρίς αφεντικά φοιτητών).
Όμως αυτοί οι φοιτητές - μπουκαδόροι αρνήθηκαν και κάτι άλλο, ίσως επειδή δεν το αισθάνονται. Κι’ αυτό είναι το χειρότερο, γιατί δείχνει ότι είναι το ίδιο αναίσθητοι και εχθρικοί όπως είναι η κρατική και οικονομική εξουσία απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Ποιο είναι αυτό που αρνήθηκαν; Ποιο είναι αυτό που συντάσσει τη βία τους με τη βία του καθεστώτος; Ποιο είναι αυτό που τους κάνει θέαμα μέσα στο ολοκληρωτικό θέαμα της κείμενης εξουσίας; Ποιο είναι αυτό που τους αποστερεί από το ιδεώδες της βίας για την κοινωνική ουτοπία; Ποιο είναι αυτό που κάνει τη βία τους ευτελή και αναλώσιμη βία των media; Ποιο είναι αυτό που τους κάνει επιβήτορες, κτήτορες, άρα και εχθρούς, του ευγενούς ιδεώδους της βίας; Ποιο είναι αυτό που τους μετατρέπει σε θεαματικούς αρνητές, κι ακόμα, σε αντικριστούς με την εξουσία βιαστές του Πανεπιστημίου;
Είναι η αδυναμία αυτών των παιδιών να σκέφτονται και να δρουν ως πλήρεις ‘αλήτες’. Είναι η συνείδησή τους ότι ζουν υβριδικά, ανάμεσα στη ριζική άρνηση και στην αγωνία της ενσωμάτωσής τους, η συνείδησή τους ότι τους έχει προ-οριστεί μια συνθήκη μιζέριας για τη ζωή τους.
Είναι και κάτι περισσότερο, όμως. Και αφορά στο Πανεπιστήμιο που κανιβαλλίζουν. Ο λόγος, ο αμιγής κι απροσμέτρητος λόγος, ο λόγος που θα λογίζονταν οι φοιτητές αν ήσαν ανηλεώς ελεύθεροι και πλάνητες, ανήκει στον Ντερριντά. Ένας ερωτικός λόγος. Που λέει, «επειδή είναι απολύτως ανεξάρτητο, το πανεπιστήμιο είναι επίσης ένα εκτεθειμένο προπύργιο. Προσφέρεται, απομένει να αλωθεί, συχνά προορισμένο να συνθηκολογήσει άνευ όρων. Παντού όπου εγκαθίσταται, είναι έτοιμο να παραδοθεί. Επειδή δεν δέχεται να του θέτουν όρους, ενίοτε αναγκάζεται – αναιμικό, αφηρημένο – να παραδοθεί επίσης άνευ όρων. Ναι, το πανεπιστήμιο παραδίδεται, πωλείται ενίοτε, διατρέχει τον κίνδυνο να είναι απλώς για κατάληψη , για άλωση. για αγορά..». (Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2004).
Είναι αυτά τα λόγια που δεν θα μπορούσαν ποτέ να γνωρίζουν οι μοιραίοι της ‘βίας στα Πανεπιστήμια’, αφού αφήνονται να τους σκηνοθετούν ως θλιβερό θέαμα οι ‘μπάτσοι-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι’, που είναι έτσι οι δικοί τους άνθρωποι – και με το αζημίωτο για τους τελευταίους, βέβαια.
Στο επόμενο επεισόδιο του θεάματος, καλό θα ήταν οι ηθοποιοί του να είναι και επιμελώς μακιγιαρισμένοι: πρέπει να δείχνουν και κάποια επαγγελματική ευσυνειδησία.




1

Ο άφατος λόγος της βίας

Η κάμερα-σιδερικό

Του Τάκη Καφετζή

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που ο άνθρωπος αισθάνεται γυμνός και φτωχός με την αδυναμία του λόγου του, με την άφατη στάση του μπροστά σε ‘κάτι’ που ξεπερνά την προικισμένη ικανότητά του να σκέφτεται, να μιλάει και να πράττει γι’ αυτό το κάτι.
Τι να πει κανείς, πώς να μπορέσει να ορίσει ποιο είναι σήμερα, τούτες τις ημέρες, το κάτι-που-έγινε και φαντάζει μαζί σαν-κάτι-που-δεν έγινε, τόσο αφάνταστο, αδιανόητο, ασύλληπτο που ήταν. Και πώς να μιλήσει για εκείνο που έγινε/δεν έγινε, όταν αυτό το αφάνταστό του, το αδιανόητό του διαλύει σε κλάσματα δευτερολέπτου έννοιες, λέξεις, κατηγορίες του νου και σχήματα γνωστικά της ψυχής;
Πώς να μιλήσεις, πώς να δεις πριν μιλήσεις, τι να πεις μετά που θα μιλήσεις; Να μιλήσεις, ίσως, με παρενθέσεις, με αποσιωπητικά, με παρεκβάσεις, με μεταφορά; Θα ήταν μια κάποια λύση, απέναντι στο κάτι τούτων των ημερών: τη μεγάλη παρένθεση στη ζωή σου που άνοιξε (απλώς, άνοιξε) ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, και που δεν κλείνει με κανέναν τρόπο.
Να βρεις μια παρένθεση, λοιπόν, μια παρένθεση: Που επίσης να μην κλείνει, που να έχει και τη δύναμη της ανοιχτής πληγής, που να χωράει και όλο αυτό το διάχυτο και ασύνταχτο κύμα που αντάριασε ‘για τον Αλέξη’ σε πολλά μέρη, που να μπορεί και να ανοίγει για να μπουν μέσα της όλα τα βουβά παιδιά του κόσμου, μαζί με την άφατη βία τους και του άδηλους λόγους της ζωής τους που την βλέπουν να τα καταβροχθίζει σαν άλλος Behemoth.
Ιδού λοιπόν η παρένθεση. Αρχές δεκαετίας 1920, μετεπαναστατική ‘Ρωσία’, ο κατά κόσμον Ντενίζ Κάουφμαν μπαίνει στην ‘ρώσικη πρωτοπορία’ με ψευδώνυμο Τζίγκα Βερτώφ, δηλαδή ‘σβούρα που στριφογυρίζει’ – όπως στριφογυρίζεις κι εσύ άναρθρος τούτες τις ημέρες μαζί με πολλούς άλλους, σε πολλές πόλεις, σε πολλές χώρες, μετά το βράδυ του Σαββάτου 6 Δεκέμβρη. Ο Βερτώφ πρότεινε ένα ‘σινεμά- αλήθεια’, μία ‘κάμερα-μάτι’, που ‘να συλλάβει τη ζωή εξ’ απροόπτου’ – αφτιασίδωτη, ασκηνοθέτητη, γυμνή, πολλαπλή και μαζί κομματιασμένη –, που να κάνει το αόρατο ορατό, το κρυφό φανερό, το ανενεργές ενεργό.
Τέτοια κάμερα ακριβώς ήταν το σιδερικό που ‘κατέλαβε εξ απροόπτου τη ζωή’ του 16χρονου εκείνο το Σάββατο βράδυ. Τέτοια κάμερα ακριβώς ήταν αυτό το σιδερικό, δείχνοντας μέχρις εσχάτων μια ζωή γυμνή, κομματιασμένη, ερεβώδη.
Μια κάμερα που δείχνει μια τέτοια ζωή με τη μόνη μορφή που μπορεί να υπάρχει: ως θάνατος. Μια κάμερα που έκανε το αόρατο ορατό, που φανέρωσε το κρυφό, που ενεργοποίησε την ανενεργό μέχρι ‘εκείνη-τη- στιγμή’ οργή σε τυφλό ξεσήκωμα. Όπως ‘τυφλή’, αφτιασίδωτη, ήταν η ίδια η κάμερα του Βερτώφ για την αφτιασίδωτη ζωή, και η κάμερα-σιδερικό που τράβηξε μακρύ πλάνο μιας ζωής-αφτιασίδωτου θανάτου στη Τζαβέλα.
Όλα τα άλλα, απλώς ακολούθησαν και ακολουθούν. Γιατί ήταν η κάμερα-σιδερικό που συμπύκνωσε αστραπιαία την τυφλή ζωή των 16ρηδων σε μια κοινωνία ανηλεούς αγριότητας, σε μια ‘πολιτεία’ που με τη σημερινή κυβέρνησή της είναι η ίδια ένας ‘μπαχαλάκης’ – αλλά σοβαρότατα και εξαιρετικότατα επικίνδυνος για τη ζωή όλων –, σε έναν κόσμο όπου στέκονται αντικριστά μαύρες βαλίτσες με εκατομμύρια ευρώ, μαύρες ζωές με ευρώ πείνας και δυστυχίας, μαύρες στολές καταστολής και κατάστασης πολιορκίας, γκρίζα όνειρα σε ατέλειωτες νύχτες.
Η εξέγερση έχει άδηλο μέλλον. Γιατί έχει λόγους η βία της, αλλά η ίδια έχει λόγο άφατο. Πώς αλλιώς; Χρόνια τώρα, το μόνο που σε μαθαίνουν είναι να ‘κατανοείς’ και να εσωτερικεύεις τους λόγους της εντοπισμένης και μαζί διάχυτης βίας του ‘συστήματος’, να έχεις μόνον αυτούς τους λόγους μέσα σου κι εσύ να ζεις με μια μόνιμη αναπηρία δικού σου λόγου και δικής σου πράξης.
Ίσως αυτή η κάμερα-σιδερικό να έφερε εκείνο που λέει ένα σύνθημα των παιδιών μας: ‘Για τις Τράπεζες λεφτά, για τη νεολαία σφαίρες, τώρα ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες’.
Να ευχόμαστε να είναι πολλές αυτές οι μέρες, πολλές και ωραίες.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Πώς να ευχηθείς;

Θέλαμε να ευχηθούμε η νέα χρονιά να φέρει σε όλους υγεία, αγάπη, έμπνευση.
Κι αν τώρα οι ευχές για ατομική ευτυχία φαίνονται αταίριαστες σ’ έναν τέτοιο κόσμο… πάλι θα ζήσουμε όπως πριν.
Γιατί όπως λέει κι ο ποιητής, «… δεν βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσαμε»…