Όσο μεγαλώνει το νησί της γνώσης, τόσο διευρύνεται η ακτή που αντικρύζει τον ωκεανό της άγνοιας.

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Ο εκφυλισμός του ευγενούς ιδεώδους της βίας

O ευτελισμός της βίας

του Τάκη Καφετζή


Σχετικά με τις εικονικές και ρηματικές αναπαραστάσεις της ‘βίας στα Πανεπιστήμια’ που σκηνοθετήθηκαν τελευταία, οι λόγοι και οι αντίλογοι είναι ποικίλοι. Όμως, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Λοιπόν, για την αρχή :
…ο φοιτητής, περισσότερο από κάθε άλλον, χαίρεται να είναι πολιτικοποιημένος. Αγνοεί όμως ότι συμμετέχει σ’ αυτό δια μέσου του ίδιου του θεάματος (…) Στο στενό περιθώριο ατομικής ελευθερίας που επιτρέπει το ολοκληρωτικό θέαμα, και παρ’ όλη τη σχετικά ακανόνιστη χρησιμοποίηση του χρόνου του, ο φοιτητής αγνοεί ακόμα την περιπέτεια και προτιμά ένα περιορισμένο καθημερινό χωροχρόνο που έφτιαξαν για λογαριασμό του οι δεσμοφύλακες του ίδιου του θεάματος.’
(Internationale Situationiste, ‘Η Μιζέρια των Φοιτητικών Κύκλων’, περιοδικό Πεζοδρόμιο, τεύχος 1, Απρίλης 1973, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη).
Και για τη συνέχεια:
‘Η βία είναι η μαμή της επανάστασης’, έγραψε εκείνος ο φαντασιοκόπος και ανέστιος της ριζικής κριτικής των πραγμάτων, που τη σκέψη του πλήρωσε με την αναταραχή της η ανθρωπότητα για αμέτρητα χρόνια μετά. Την πλήρωσε η ανθρωπότητα αυτή τη σκέψη του, αλλά και τη χάρηκε, γιατί της φάνταζε ως μια ύστατη υπέρβαση, έναντι παντός τιμήματος. Όπως ο άνθρωπος χαίρεται κι αφήνεται στην αναταραχή που του φέρνει το απρόσμενο μιας άλλης επαγγελίας για το μύθο της ζωής του. Γιατί είναι καταδικασμένος να αποζητά το επέκεινα μιας εντεύθεν καθημαγμένης ζωής του, να προσδοκά και να ονειρεύεται αυτό-που- δεν-υπάρχει-ακόμα, έστω κι αν ‘ξέρει’ πως ποτέ δεν θα έρθει. Κι’ αυτό κουβαλάει μέσα του μιαν ακριβή αισθητική και μιαν ευγένεια ατίμητη, που σβήνουν το χαμερπές των κείμενων δουλειών ιχνογραφώντας στη θέση τους μιαν ‘ηθική του μέλλοντος’.
Πριν από 41 χρόνια, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Μαρκούζε γι αυτά συνέχιζε να μιλάει, για την ουτοπία και για τη βία. Για την ‘ιδέα μιας καινούριας ανθρωπολογίας…ως τρόπου ζωής’, για την ανάγκη να υπάρξουν νέες και άλλες ανάγκες, τέτοιες σαν την «ανάγκη της ομορφιάς, την ανάγκη της δωρεάν, όχι ‘κερδισμένης με κόπο’ ευτυχίας», για δύο μορφές βίας, ‘μια βία της καταστολής και μια βία της απελευθέρωσης… μια βία της υπεράσπισης της ζωής και μια βία της επιθετικότητας’, και προέτρεπε το ήδη ‘ανήσυχο’ τότε βερολινέζικο ακροατήριό του: ‘να αντισταθούμε μ’ όλες τις δυνάμεις μας αν θέλουμε να γίνουμε ευτυχισμένοι’ (Χ. Μαρκούζε, Το Τέλος της Ουτοπίας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1985)
Μάλλον αυτά είχε κατά νου κι εκείνη η χθόνια και ανατρεπτική σκέψη, όταν, πριν 150 χρόνια, έβαζε τη βία να κινεί την ιστορία μέσα από τον κοινωνικό πόλεμο. Κι αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να οριοθετηθεί στο χώρο και το χρόνο. Μπορεί να συμβεί πάντα και παντού, ή ποτέ και πουθενά, υπάρχει εν δυνάμει αδιάλειπτα, σαν ένα επίφοβο, καθότι ακαθήλωτο, ολόγραμμα, ανοιχτό στη σήμανσή του από όσους την τολμήσουν. Αρκεί να έχουν επίγνωση πως ποτέ δεν θα μπορέσουν να ‘ορίσουν’ αυτή τη σήμανση , να την κάνουν ‘δική τους’: η βία της ρήξης με το υπάρχον για έναν κόσμο αλλιώτικο ανήκει σε όλους εκείνους που την διαπράττουν, αλλά και σε κανέναν τους. Και αυτό την προστατεύει απ’ τον ευτελισμό. Γιατί, ό,τι περιπίπτει στην τάξη του ιδιόκτητου, της κτήσης, καθίσταται ευτελές, ως αναλώσιμο, διαθέσιμο, δεδομένο, ελέγξιμο. Αλλά και υποδουλωτικό για τον άνθρωπο - αν πιστέψουμε αυτά που λέει ο Ρουσσώ για τα βάσανα της ανθρωπότητας μετά την ανακάλυψη της περίφρακτης ‘ιδιο-κτησίας’ πραγμάτων και ψυχών. Όταν οι ροβεσπιερικοί (αυτοί οι απόλυτοι και βίαιοι αρνητές του πανταχόθεν και έναντι πάντων ‘υπάρχοντος’) φαντάστηκαν και εφάρμοσαν έναν νέο χρόνο, ένα νέο ημερολόγιο για την αφήγηση της ζωής και της ιστορίας του ανθρώπου, αναμετρήθηκαν με κάτι ριζικό. Ήξεραν, όμως, ότι αυτό που φαντάστηκαν και το εφάρμοσαν με τη βία που ακατάλυτα φέρνει μέσα της η ουτοπία (σπάνια στιγμή ακαριαίας εφαρμογής μιας ασυγκράτητης κοινωνικής φαντασίας), δεν μπορεί να είναι ‘δικό τους’: το τόλμησαν, την ίδια στιγμή που αισθάνονταν ότι τους ξεπερνά, ότι δεν είναι κτήμα τους.
Αλλά ας επιστρέψουμε – αν υποτεθεί ότι έχουμε απομακρυνθεί. Μπορεί η βία να γίνει ευτελής; Μπορεί να γίνει κτήμα κάποιων, να καταντήσει αναλώσιμη πόρνη για έναν εσμό βαρβάρων; Μπορεί να γίνει ιδιοκτησία τους, χωρίς να καταστραφεί η απελευθερωτική της δύναμη; Μπορεί η οργή των πολλών για τη συνθήκη της ζωής τους να γίνει ένα παιχνίδι πνιγμού τους μέσα σ’ αυτό που αρνούνται;
Το παράθεμα που διαλέξαμε στην αρχή αυτού του κειμένου λέει ότι αυτό μπορεί να γίνει. Μπορεί να γίνει στην ολοκληρωτική κοινωνία του θεάματος. Αυτό συνέβη με το θέαμα που, ‘για λίγα λεπτά δημοσιότητας’, αξιώθηκαν στα κεντρικά δελτία ειδήσεων οι φοιτητές που άρπαζαν κάλπες, προχωρούσαν σε ‘ομηρίες’ πανεπιστημιακών, αλλά και συμφύρονταν, μέσα από την παντοδύναμη εξουσία της τηλεοπτικής ατζέντας, με κάποιους που έσπαζαν κεφάλια προλετάριων ‘σεκιουριτάδων’ εξομοιώνοντάς τους με μπάτσους. Αυτό είναι το ολοκληρωτικό θέαμα. Και σ’ αυτό ‘ντουμπλαρίστηκαν’ κάποιοι φοιτητές που, στο όνομα της αριστεράς, αρνήθηκαν, on camera, αυτό το οποίο η αριστερά, με αγώνες βίας και αίματος και εκτός θεάματος βέβαια, διεκδίκησε από τα μέσα του 19ου αιώνα: το δικαίωμα της άμεσης, απροϋπόθετης και καθολικής ψηφοφορίας (εδώ, για την εκλογή διοικήσεων στα Πανεπιστήμια, χωρίς παρένθετους εργολάβους εξουσίας, δηλαδή χωρίς αφεντικά φοιτητών).
Όμως αυτοί οι φοιτητές - μπουκαδόροι αρνήθηκαν και κάτι άλλο, ίσως επειδή δεν το αισθάνονται. Κι’ αυτό είναι το χειρότερο, γιατί δείχνει ότι είναι το ίδιο αναίσθητοι και εχθρικοί όπως είναι η κρατική και οικονομική εξουσία απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Ποιο είναι αυτό που αρνήθηκαν; Ποιο είναι αυτό που συντάσσει τη βία τους με τη βία του καθεστώτος; Ποιο είναι αυτό που τους κάνει θέαμα μέσα στο ολοκληρωτικό θέαμα της κείμενης εξουσίας; Ποιο είναι αυτό που τους αποστερεί από το ιδεώδες της βίας για την κοινωνική ουτοπία; Ποιο είναι αυτό που κάνει τη βία τους ευτελή και αναλώσιμη βία των media; Ποιο είναι αυτό που τους κάνει επιβήτορες, κτήτορες, άρα και εχθρούς, του ευγενούς ιδεώδους της βίας; Ποιο είναι αυτό που τους μετατρέπει σε θεαματικούς αρνητές, κι ακόμα, σε αντικριστούς με την εξουσία βιαστές του Πανεπιστημίου;
Είναι η αδυναμία αυτών των παιδιών να σκέφτονται και να δρουν ως πλήρεις ‘αλήτες’. Είναι η συνείδησή τους ότι ζουν υβριδικά, ανάμεσα στη ριζική άρνηση και στην αγωνία της ενσωμάτωσής τους, η συνείδησή τους ότι τους έχει προ-οριστεί μια συνθήκη μιζέριας για τη ζωή τους.
Είναι και κάτι περισσότερο, όμως. Και αφορά στο Πανεπιστήμιο που κανιβαλλίζουν. Ο λόγος, ο αμιγής κι απροσμέτρητος λόγος, ο λόγος που θα λογίζονταν οι φοιτητές αν ήσαν ανηλεώς ελεύθεροι και πλάνητες, ανήκει στον Ντερριντά. Ένας ερωτικός λόγος. Που λέει, «επειδή είναι απολύτως ανεξάρτητο, το πανεπιστήμιο είναι επίσης ένα εκτεθειμένο προπύργιο. Προσφέρεται, απομένει να αλωθεί, συχνά προορισμένο να συνθηκολογήσει άνευ όρων. Παντού όπου εγκαθίσταται, είναι έτοιμο να παραδοθεί. Επειδή δεν δέχεται να του θέτουν όρους, ενίοτε αναγκάζεται – αναιμικό, αφηρημένο – να παραδοθεί επίσης άνευ όρων. Ναι, το πανεπιστήμιο παραδίδεται, πωλείται ενίοτε, διατρέχει τον κίνδυνο να είναι απλώς για κατάληψη , για άλωση. για αγορά..». (Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2004).
Είναι αυτά τα λόγια που δεν θα μπορούσαν ποτέ να γνωρίζουν οι μοιραίοι της ‘βίας στα Πανεπιστήμια’, αφού αφήνονται να τους σκηνοθετούν ως θλιβερό θέαμα οι ‘μπάτσοι-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι’, που είναι έτσι οι δικοί τους άνθρωποι – και με το αζημίωτο για τους τελευταίους, βέβαια.
Στο επόμενο επεισόδιο του θεάματος, καλό θα ήταν οι ηθοποιοί του να είναι και επιμελώς μακιγιαρισμένοι: πρέπει να δείχνουν και κάποια επαγγελματική ευσυνειδησία.




1

Δεν υπάρχουν σχόλια: