Όσο μεγαλώνει το νησί της γνώσης, τόσο διευρύνεται η ακτή που αντικρύζει τον ωκεανό της άγνοιας.

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΒΙΑ

της Αγγελικής Ηλία

Διαβάστηκε στη συζήτηση της Λέσχης Ανάγνωσης της 21-1-2009



Σχολική βία: πρώτος συνειρμός, τα παιδιά μου.
Από τις εμπειρίες μου ως μητέρα, μεταφέρω δύο όψεις της σχολικής βίας.

Η πρώτη: διορισμένη για τρία χρόνια σε απομονωμένο ακριτικό νησί, τα παιδιά μου ήταν οι «ξένοι», σ’ ένα περιβάλλον όπου τα παιδιά ζούσαν σε μεγάλο βαθμό την ενδοοικογενειακή βία, λόγω του έντονου αλκοολισμού που υπήρχε στους γονείς τους και συγκεκριμένα στους πατεράδες τους.
Σ’ αυτή την εικόνα της σχολικής βίας είδα τη διπλή όψη και το φαύλο κύκλο της βίας: το βίαιο παιδί ήταν ταυτόχρονα θύμα των βίαιων γονιών του. Οι θύτες γονείς του, είναι θύματα μιας άλλης βίας. Της βίας της ματαίωσης, της εγκατάλειψης, της ανεργίας, του αποκλεισμού. Αποκλεισμού, που στην περίπτωση ενός νησιού, έχει και την κυριολεκτική, την υλική του σημασία.

Η δεύτερη εμπειρία είναι τώρα, που βλέπω τη μεγάλη μου κόρη, μαθήτρια της δευτέρας Λυκείου να ζει μια παράλογη εφηβεία.
Βία πάνω στο σώμα της το στρεβλωμένο πάνω στο γραφείο, γερμένο στο θρανίο του σχολείου, των αγγλικών, των γαλλικών, των φροντιστηρίων.
Βία πάνω στο χέρι που γράφει, γράφει, γράφει…
Βία πάνω σ’ όλες τις σκέψεις που παραμένουν αγέννητες γιατί το μυαλό είναι κατειλημμένο από άλλα, χρήσιμα-άχρηστα.
Βία πάνω στην ακρωτηριασμένη φαντασία.
Βία πάνω στο αέναα ματαιωμένο συναίσθημα, που περιμένει να εκπληρωθεί μαζί με την προφητεία του πανεπιστημίου…

…Αλλά σ’ αυτή τη δεύτερη εικόνα της βίας, ποιος είναι ο θύτης;
Σ’ αυτή την εικόνα, αναζητώ τον εαυτό μου.
Πού είμαι εγώ, η καθηγήτρια;
Είμαι εκεί… μέσα στην τάξη… μέσα σ’ αυτό το σχολείο. Αλλά είμαι εγώ;
Ποιος έβαλε αυτό το σχολείο σε μένα;
Ποιος μου λέει να τελειώσω την ύλη, να κάνω αυτή τη φυσική, με αυτόν τον τρόπο, με αυτό το στόχο, ακόμα και με αυτά τα λόγια;
Ποιος με τοποθετεί σ’ αυτή τη σχέση βίας με το ίδιο μου το παιδί;

Ποιος έκανε όλη την αγάπη, το όραμα… ρουτίνα, καταναγκασμό, ακόμα και εφιάλτη για κάποια παιδιά;
Πόση απόσταση χωρίζει αυτά που νιώθω… από τις λέξεις μου
και τις λέξεις μου… από το νόημα που παίρνουν στο νου των μαθητών;
Ποιους πληγώνω και πόσο;
Πώς και γιατί η πρακτική μου, τοποθετεί τους μαθητές μου σε «καλούς» και «κακούς», τόσο που στο τέλος γίνονται στ’ αλήθεια καλοί και κακοί;
Ποιες λέξεις έχτισαν τα τείχη που θέλουν να γκρεμίσουν οι «κακοί»,
με τις σάλπιγγες της φασαρίας, τις κραυγές και τα πειράγματα, την παράβαση και τη βία;
Ορίζονται τα σύνορα από λέξεις;
Γίνονται οι βαθμοί τοίχοι που χωρίζουν τους ανθρώπους… τώρα και για πάντα;
Για ποια, αόρατα σε μένα, ανομήματά μου, με εκδικείται η άνομη ομάδα κοριτσιών της Θεωρητικής κατεύθυνσης και οι αγριεμένοι ψυκτικοί του ΕΠΑΛ;
Τι θέλει η κατάληψη να ανακαταλάβει, ποιους εχθρικούς χώρους, ποιο λεηλατημένο χρόνο;

Και εντέλει… τι θα κάνει το σχολείο με τα καλά και τα κακά παιδιά;
Θα αποβάλλει αυτούς, που είναι ήδη «έξω»;
Θα καταγράψει με νόμιμη κάμερα, τα παράνομα βίντεο των κινητών τους;
Θα τους παρατηρήσει με Παρατηρητήρια βίας;
Θα τους προγραμματίσει με Προγράμματα υγείας;
Θα διορίσει φύλακα-σύμβουλο για κάθε καθηγητή και άγγελο-ψυχολόγο για κάθε μαθητή, θύτη ή θύμα;
Άραγε φτάνουν όλα αυτά; Τι θέλουν να πετύχουν;
Ν’ αντέξουν μαθητές και καθηγητές, ή ν’ αντέξει αυτό το σχολείο;

Δεν θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις. Έτσι κι αλλιώς μερικές ερωτήσεις τις περιέχουν. Σκοπός μου ήταν περισσότερο να δω τον εαυτό μου και τις σχέσεις μου μέσα στο σχολείο, διαφορετικά.
Να αναρωτηθώ… για όσα φαίνονται φυσιολογικά.
Να φανταστώ τον εαυτό μου και το σχολείο… αλλιώς.
Κι αυτό, νομίζω, είναι μια καλή αρχή.













1

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΜΕ ΘΕΜΑ:
Η ΒΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ



Αγαπητοί φίλοι της Λέσχης Ανάγνωσης,
σας ευχόμαστε Καλή Χρονιά με πολλές συλλογικές και δημιουργικές δράσεις!
Σας καλούμε στην πρώτη μας συνάντηση για το 2009,
την Τετάρτη 21 Ιανουαρίου, στις 5 μμ, στη βιβλιοθήκη του Πειραματικού Γυμνασίου Κορίνθου σε συζήτηση με θέμα τη σχολική βία
.
Η Λέσχη Ανάγνωσης σας καλεί όλους : εκπαιδευτικούς κάθε βαθμίδας, μαθητές και γονείς.
Η παρουσία όλων των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας θα βοηθήσει να αναδειχθούν οι διαφορετικές όψεις του σύνθετου και πολύπλευρου αυτού φαινομένου.

Στη συζήτηση θα συμμετάσχει και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Τάκης Καφετζής.

Σας περιμένουμε για να καταθέσετε εμπειρίες, απόψεις και προτάσεις.

φιλικά
τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών

Διαβάστε τα κείμενά μας και καταθέστε τα σχόλιά σας!
Θα βρείτε στο ιστολόγιό μας τα σχετικά με τη συνάντησή μας, κείμενα: «Ένα άρθρο για τη Βία στο Σχολείο» (Δεκέμβριος 2008) και τα κείμενα του Τάκη Καφετζή «Ο εκφυλισμός του ευγενούς ιδεώδους της βίας» και «Ο άφατος λόγος της βίας» που έχουν δημοσιευτεί και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.

Ο εκφυλισμός του ευγενούς ιδεώδους της βίας

O ευτελισμός της βίας

του Τάκη Καφετζή


Σχετικά με τις εικονικές και ρηματικές αναπαραστάσεις της ‘βίας στα Πανεπιστήμια’ που σκηνοθετήθηκαν τελευταία, οι λόγοι και οι αντίλογοι είναι ποικίλοι. Όμως, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Λοιπόν, για την αρχή :
…ο φοιτητής, περισσότερο από κάθε άλλον, χαίρεται να είναι πολιτικοποιημένος. Αγνοεί όμως ότι συμμετέχει σ’ αυτό δια μέσου του ίδιου του θεάματος (…) Στο στενό περιθώριο ατομικής ελευθερίας που επιτρέπει το ολοκληρωτικό θέαμα, και παρ’ όλη τη σχετικά ακανόνιστη χρησιμοποίηση του χρόνου του, ο φοιτητής αγνοεί ακόμα την περιπέτεια και προτιμά ένα περιορισμένο καθημερινό χωροχρόνο που έφτιαξαν για λογαριασμό του οι δεσμοφύλακες του ίδιου του θεάματος.’
(Internationale Situationiste, ‘Η Μιζέρια των Φοιτητικών Κύκλων’, περιοδικό Πεζοδρόμιο, τεύχος 1, Απρίλης 1973, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη).
Και για τη συνέχεια:
‘Η βία είναι η μαμή της επανάστασης’, έγραψε εκείνος ο φαντασιοκόπος και ανέστιος της ριζικής κριτικής των πραγμάτων, που τη σκέψη του πλήρωσε με την αναταραχή της η ανθρωπότητα για αμέτρητα χρόνια μετά. Την πλήρωσε η ανθρωπότητα αυτή τη σκέψη του, αλλά και τη χάρηκε, γιατί της φάνταζε ως μια ύστατη υπέρβαση, έναντι παντός τιμήματος. Όπως ο άνθρωπος χαίρεται κι αφήνεται στην αναταραχή που του φέρνει το απρόσμενο μιας άλλης επαγγελίας για το μύθο της ζωής του. Γιατί είναι καταδικασμένος να αποζητά το επέκεινα μιας εντεύθεν καθημαγμένης ζωής του, να προσδοκά και να ονειρεύεται αυτό-που- δεν-υπάρχει-ακόμα, έστω κι αν ‘ξέρει’ πως ποτέ δεν θα έρθει. Κι’ αυτό κουβαλάει μέσα του μιαν ακριβή αισθητική και μιαν ευγένεια ατίμητη, που σβήνουν το χαμερπές των κείμενων δουλειών ιχνογραφώντας στη θέση τους μιαν ‘ηθική του μέλλοντος’.
Πριν από 41 χρόνια, στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Μαρκούζε γι αυτά συνέχιζε να μιλάει, για την ουτοπία και για τη βία. Για την ‘ιδέα μιας καινούριας ανθρωπολογίας…ως τρόπου ζωής’, για την ανάγκη να υπάρξουν νέες και άλλες ανάγκες, τέτοιες σαν την «ανάγκη της ομορφιάς, την ανάγκη της δωρεάν, όχι ‘κερδισμένης με κόπο’ ευτυχίας», για δύο μορφές βίας, ‘μια βία της καταστολής και μια βία της απελευθέρωσης… μια βία της υπεράσπισης της ζωής και μια βία της επιθετικότητας’, και προέτρεπε το ήδη ‘ανήσυχο’ τότε βερολινέζικο ακροατήριό του: ‘να αντισταθούμε μ’ όλες τις δυνάμεις μας αν θέλουμε να γίνουμε ευτυχισμένοι’ (Χ. Μαρκούζε, Το Τέλος της Ουτοπίας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1985)
Μάλλον αυτά είχε κατά νου κι εκείνη η χθόνια και ανατρεπτική σκέψη, όταν, πριν 150 χρόνια, έβαζε τη βία να κινεί την ιστορία μέσα από τον κοινωνικό πόλεμο. Κι αυτός ο πόλεμος δεν μπορεί να οριοθετηθεί στο χώρο και το χρόνο. Μπορεί να συμβεί πάντα και παντού, ή ποτέ και πουθενά, υπάρχει εν δυνάμει αδιάλειπτα, σαν ένα επίφοβο, καθότι ακαθήλωτο, ολόγραμμα, ανοιχτό στη σήμανσή του από όσους την τολμήσουν. Αρκεί να έχουν επίγνωση πως ποτέ δεν θα μπορέσουν να ‘ορίσουν’ αυτή τη σήμανση , να την κάνουν ‘δική τους’: η βία της ρήξης με το υπάρχον για έναν κόσμο αλλιώτικο ανήκει σε όλους εκείνους που την διαπράττουν, αλλά και σε κανέναν τους. Και αυτό την προστατεύει απ’ τον ευτελισμό. Γιατί, ό,τι περιπίπτει στην τάξη του ιδιόκτητου, της κτήσης, καθίσταται ευτελές, ως αναλώσιμο, διαθέσιμο, δεδομένο, ελέγξιμο. Αλλά και υποδουλωτικό για τον άνθρωπο - αν πιστέψουμε αυτά που λέει ο Ρουσσώ για τα βάσανα της ανθρωπότητας μετά την ανακάλυψη της περίφρακτης ‘ιδιο-κτησίας’ πραγμάτων και ψυχών. Όταν οι ροβεσπιερικοί (αυτοί οι απόλυτοι και βίαιοι αρνητές του πανταχόθεν και έναντι πάντων ‘υπάρχοντος’) φαντάστηκαν και εφάρμοσαν έναν νέο χρόνο, ένα νέο ημερολόγιο για την αφήγηση της ζωής και της ιστορίας του ανθρώπου, αναμετρήθηκαν με κάτι ριζικό. Ήξεραν, όμως, ότι αυτό που φαντάστηκαν και το εφάρμοσαν με τη βία που ακατάλυτα φέρνει μέσα της η ουτοπία (σπάνια στιγμή ακαριαίας εφαρμογής μιας ασυγκράτητης κοινωνικής φαντασίας), δεν μπορεί να είναι ‘δικό τους’: το τόλμησαν, την ίδια στιγμή που αισθάνονταν ότι τους ξεπερνά, ότι δεν είναι κτήμα τους.
Αλλά ας επιστρέψουμε – αν υποτεθεί ότι έχουμε απομακρυνθεί. Μπορεί η βία να γίνει ευτελής; Μπορεί να γίνει κτήμα κάποιων, να καταντήσει αναλώσιμη πόρνη για έναν εσμό βαρβάρων; Μπορεί να γίνει ιδιοκτησία τους, χωρίς να καταστραφεί η απελευθερωτική της δύναμη; Μπορεί η οργή των πολλών για τη συνθήκη της ζωής τους να γίνει ένα παιχνίδι πνιγμού τους μέσα σ’ αυτό που αρνούνται;
Το παράθεμα που διαλέξαμε στην αρχή αυτού του κειμένου λέει ότι αυτό μπορεί να γίνει. Μπορεί να γίνει στην ολοκληρωτική κοινωνία του θεάματος. Αυτό συνέβη με το θέαμα που, ‘για λίγα λεπτά δημοσιότητας’, αξιώθηκαν στα κεντρικά δελτία ειδήσεων οι φοιτητές που άρπαζαν κάλπες, προχωρούσαν σε ‘ομηρίες’ πανεπιστημιακών, αλλά και συμφύρονταν, μέσα από την παντοδύναμη εξουσία της τηλεοπτικής ατζέντας, με κάποιους που έσπαζαν κεφάλια προλετάριων ‘σεκιουριτάδων’ εξομοιώνοντάς τους με μπάτσους. Αυτό είναι το ολοκληρωτικό θέαμα. Και σ’ αυτό ‘ντουμπλαρίστηκαν’ κάποιοι φοιτητές που, στο όνομα της αριστεράς, αρνήθηκαν, on camera, αυτό το οποίο η αριστερά, με αγώνες βίας και αίματος και εκτός θεάματος βέβαια, διεκδίκησε από τα μέσα του 19ου αιώνα: το δικαίωμα της άμεσης, απροϋπόθετης και καθολικής ψηφοφορίας (εδώ, για την εκλογή διοικήσεων στα Πανεπιστήμια, χωρίς παρένθετους εργολάβους εξουσίας, δηλαδή χωρίς αφεντικά φοιτητών).
Όμως αυτοί οι φοιτητές - μπουκαδόροι αρνήθηκαν και κάτι άλλο, ίσως επειδή δεν το αισθάνονται. Κι’ αυτό είναι το χειρότερο, γιατί δείχνει ότι είναι το ίδιο αναίσθητοι και εχθρικοί όπως είναι η κρατική και οικονομική εξουσία απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Ποιο είναι αυτό που αρνήθηκαν; Ποιο είναι αυτό που συντάσσει τη βία τους με τη βία του καθεστώτος; Ποιο είναι αυτό που τους κάνει θέαμα μέσα στο ολοκληρωτικό θέαμα της κείμενης εξουσίας; Ποιο είναι αυτό που τους αποστερεί από το ιδεώδες της βίας για την κοινωνική ουτοπία; Ποιο είναι αυτό που κάνει τη βία τους ευτελή και αναλώσιμη βία των media; Ποιο είναι αυτό που τους κάνει επιβήτορες, κτήτορες, άρα και εχθρούς, του ευγενούς ιδεώδους της βίας; Ποιο είναι αυτό που τους μετατρέπει σε θεαματικούς αρνητές, κι ακόμα, σε αντικριστούς με την εξουσία βιαστές του Πανεπιστημίου;
Είναι η αδυναμία αυτών των παιδιών να σκέφτονται και να δρουν ως πλήρεις ‘αλήτες’. Είναι η συνείδησή τους ότι ζουν υβριδικά, ανάμεσα στη ριζική άρνηση και στην αγωνία της ενσωμάτωσής τους, η συνείδησή τους ότι τους έχει προ-οριστεί μια συνθήκη μιζέριας για τη ζωή τους.
Είναι και κάτι περισσότερο, όμως. Και αφορά στο Πανεπιστήμιο που κανιβαλλίζουν. Ο λόγος, ο αμιγής κι απροσμέτρητος λόγος, ο λόγος που θα λογίζονταν οι φοιτητές αν ήσαν ανηλεώς ελεύθεροι και πλάνητες, ανήκει στον Ντερριντά. Ένας ερωτικός λόγος. Που λέει, «επειδή είναι απολύτως ανεξάρτητο, το πανεπιστήμιο είναι επίσης ένα εκτεθειμένο προπύργιο. Προσφέρεται, απομένει να αλωθεί, συχνά προορισμένο να συνθηκολογήσει άνευ όρων. Παντού όπου εγκαθίσταται, είναι έτοιμο να παραδοθεί. Επειδή δεν δέχεται να του θέτουν όρους, ενίοτε αναγκάζεται – αναιμικό, αφηρημένο – να παραδοθεί επίσης άνευ όρων. Ναι, το πανεπιστήμιο παραδίδεται, πωλείται ενίοτε, διατρέχει τον κίνδυνο να είναι απλώς για κατάληψη , για άλωση. για αγορά..». (Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2004).
Είναι αυτά τα λόγια που δεν θα μπορούσαν ποτέ να γνωρίζουν οι μοιραίοι της ‘βίας στα Πανεπιστήμια’, αφού αφήνονται να τους σκηνοθετούν ως θλιβερό θέαμα οι ‘μπάτσοι-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι’, που είναι έτσι οι δικοί τους άνθρωποι – και με το αζημίωτο για τους τελευταίους, βέβαια.
Στο επόμενο επεισόδιο του θεάματος, καλό θα ήταν οι ηθοποιοί του να είναι και επιμελώς μακιγιαρισμένοι: πρέπει να δείχνουν και κάποια επαγγελματική ευσυνειδησία.




1

Ο άφατος λόγος της βίας

Η κάμερα-σιδερικό

Του Τάκη Καφετζή

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που ο άνθρωπος αισθάνεται γυμνός και φτωχός με την αδυναμία του λόγου του, με την άφατη στάση του μπροστά σε ‘κάτι’ που ξεπερνά την προικισμένη ικανότητά του να σκέφτεται, να μιλάει και να πράττει γι’ αυτό το κάτι.
Τι να πει κανείς, πώς να μπορέσει να ορίσει ποιο είναι σήμερα, τούτες τις ημέρες, το κάτι-που-έγινε και φαντάζει μαζί σαν-κάτι-που-δεν έγινε, τόσο αφάνταστο, αδιανόητο, ασύλληπτο που ήταν. Και πώς να μιλήσει για εκείνο που έγινε/δεν έγινε, όταν αυτό το αφάνταστό του, το αδιανόητό του διαλύει σε κλάσματα δευτερολέπτου έννοιες, λέξεις, κατηγορίες του νου και σχήματα γνωστικά της ψυχής;
Πώς να μιλήσεις, πώς να δεις πριν μιλήσεις, τι να πεις μετά που θα μιλήσεις; Να μιλήσεις, ίσως, με παρενθέσεις, με αποσιωπητικά, με παρεκβάσεις, με μεταφορά; Θα ήταν μια κάποια λύση, απέναντι στο κάτι τούτων των ημερών: τη μεγάλη παρένθεση στη ζωή σου που άνοιξε (απλώς, άνοιξε) ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, και που δεν κλείνει με κανέναν τρόπο.
Να βρεις μια παρένθεση, λοιπόν, μια παρένθεση: Που επίσης να μην κλείνει, που να έχει και τη δύναμη της ανοιχτής πληγής, που να χωράει και όλο αυτό το διάχυτο και ασύνταχτο κύμα που αντάριασε ‘για τον Αλέξη’ σε πολλά μέρη, που να μπορεί και να ανοίγει για να μπουν μέσα της όλα τα βουβά παιδιά του κόσμου, μαζί με την άφατη βία τους και του άδηλους λόγους της ζωής τους που την βλέπουν να τα καταβροχθίζει σαν άλλος Behemoth.
Ιδού λοιπόν η παρένθεση. Αρχές δεκαετίας 1920, μετεπαναστατική ‘Ρωσία’, ο κατά κόσμον Ντενίζ Κάουφμαν μπαίνει στην ‘ρώσικη πρωτοπορία’ με ψευδώνυμο Τζίγκα Βερτώφ, δηλαδή ‘σβούρα που στριφογυρίζει’ – όπως στριφογυρίζεις κι εσύ άναρθρος τούτες τις ημέρες μαζί με πολλούς άλλους, σε πολλές πόλεις, σε πολλές χώρες, μετά το βράδυ του Σαββάτου 6 Δεκέμβρη. Ο Βερτώφ πρότεινε ένα ‘σινεμά- αλήθεια’, μία ‘κάμερα-μάτι’, που ‘να συλλάβει τη ζωή εξ’ απροόπτου’ – αφτιασίδωτη, ασκηνοθέτητη, γυμνή, πολλαπλή και μαζί κομματιασμένη –, που να κάνει το αόρατο ορατό, το κρυφό φανερό, το ανενεργές ενεργό.
Τέτοια κάμερα ακριβώς ήταν το σιδερικό που ‘κατέλαβε εξ απροόπτου τη ζωή’ του 16χρονου εκείνο το Σάββατο βράδυ. Τέτοια κάμερα ακριβώς ήταν αυτό το σιδερικό, δείχνοντας μέχρις εσχάτων μια ζωή γυμνή, κομματιασμένη, ερεβώδη.
Μια κάμερα που δείχνει μια τέτοια ζωή με τη μόνη μορφή που μπορεί να υπάρχει: ως θάνατος. Μια κάμερα που έκανε το αόρατο ορατό, που φανέρωσε το κρυφό, που ενεργοποίησε την ανενεργό μέχρι ‘εκείνη-τη- στιγμή’ οργή σε τυφλό ξεσήκωμα. Όπως ‘τυφλή’, αφτιασίδωτη, ήταν η ίδια η κάμερα του Βερτώφ για την αφτιασίδωτη ζωή, και η κάμερα-σιδερικό που τράβηξε μακρύ πλάνο μιας ζωής-αφτιασίδωτου θανάτου στη Τζαβέλα.
Όλα τα άλλα, απλώς ακολούθησαν και ακολουθούν. Γιατί ήταν η κάμερα-σιδερικό που συμπύκνωσε αστραπιαία την τυφλή ζωή των 16ρηδων σε μια κοινωνία ανηλεούς αγριότητας, σε μια ‘πολιτεία’ που με τη σημερινή κυβέρνησή της είναι η ίδια ένας ‘μπαχαλάκης’ – αλλά σοβαρότατα και εξαιρετικότατα επικίνδυνος για τη ζωή όλων –, σε έναν κόσμο όπου στέκονται αντικριστά μαύρες βαλίτσες με εκατομμύρια ευρώ, μαύρες ζωές με ευρώ πείνας και δυστυχίας, μαύρες στολές καταστολής και κατάστασης πολιορκίας, γκρίζα όνειρα σε ατέλειωτες νύχτες.
Η εξέγερση έχει άδηλο μέλλον. Γιατί έχει λόγους η βία της, αλλά η ίδια έχει λόγο άφατο. Πώς αλλιώς; Χρόνια τώρα, το μόνο που σε μαθαίνουν είναι να ‘κατανοείς’ και να εσωτερικεύεις τους λόγους της εντοπισμένης και μαζί διάχυτης βίας του ‘συστήματος’, να έχεις μόνον αυτούς τους λόγους μέσα σου κι εσύ να ζεις με μια μόνιμη αναπηρία δικού σου λόγου και δικής σου πράξης.
Ίσως αυτή η κάμερα-σιδερικό να έφερε εκείνο που λέει ένα σύνθημα των παιδιών μας: ‘Για τις Τράπεζες λεφτά, για τη νεολαία σφαίρες, τώρα ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες’.
Να ευχόμαστε να είναι πολλές αυτές οι μέρες, πολλές και ωραίες.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

Πώς να ευχηθείς;

Θέλαμε να ευχηθούμε η νέα χρονιά να φέρει σε όλους υγεία, αγάπη, έμπνευση.
Κι αν τώρα οι ευχές για ατομική ευτυχία φαίνονται αταίριαστες σ’ έναν τέτοιο κόσμο… πάλι θα ζήσουμε όπως πριν.
Γιατί όπως λέει κι ο ποιητής, «… δεν βρίσκω τίποτα που να μην το συνηθίσαμε»…